ΤΟ ΠΕΛΛΟΑΝΤΡΙΚΟΥΙΝ

Ο Αντρίκος ήταν αλαφρός, αλλά κεβεζές. Γυρνούσε στα καφενεία των χωριών και γνωστός σε όλους για τα καμώματα του, οι θαμώνες τον φώναζαν να τους χορέψει και να τους τραγουδήσει. Αυτός τους τραγουδούσε το «Μιάου ρε γατούλα» κουνώντας το κορμί του σκέρτσα όπως την Αλίκη Βουγιουκλάκη στη γνωστή ταινία. Ήξερε ακόμα να παριστάνει τον γάιδαρο που αγκάνιζε και πορτοκλωτσούσε. Οι θαμώνες του έριχναν πακκίρες που ήταν η πληρωμή του.

Μια μέρα περπατούσε στο Κτήμα και στο δρόμο για το παζάρι συνομιλούσε και αστειευόταν με τους μαγαζάτορες. Όταν έφτασε έξω από το μαγαζί του Λετυμπιώτη του γνωστού υφασματέμπορου, ο Κουκουμάς από απέναντι που είχε ρολογάδικο, του ζήτησε να τους μιμηθεί τον γάιδαρο και να τον πληρώσουν. Ο Αντρίκος αρνήθηκε γιατί τους είπε θα εμπόδιζε την κυκλοφορία και θα τον έγραφε η αστυνομία.

Ο Κόκος που ήθελε να κάνει χάζι, του είπε να έρθει μέσα στο μαγαζί και να κάνει τον γάιδαρο. Ο Αντρίκος δέχτηκε και με γειτόνους μαγαζάτορες και άλλους περαστούς, εισήλθαν εντός του καταστήματος για την παράσταση.

Ο Αντρίκος αρχίνησε να χλιμιντρίζει, να αγκανίζει και να βαρά κλωτσιές πισινές. Όταν τέλειωσε, ο Κόκος δεν έμεινε ευχαριστημένος και τον κάλεσε να ξανακάνει το ίδιο.

Αρχίνησε ο καημένος από την αρχή, αλλά πάλι ο Κόκος δεν ευχαριστήθηκε.

Νευριασμένος ο Αντρίκος αλλά θέλοντας τις πακκίρες, άρχισε πάλι να αγκανίζει και να πορτοκλωτσά. Αλλά καθώς εκνευρισμένος με δύναμη έδωσε την κλωτσιά προς τα πίσω, έφυγε το παπούτσι από το πόδι του και με δύναμη χτύπησε στη βιτρίνα με τα ρολόγια και άλλα αξεσουάρ που ήταν μέσα. Τα τζάμια διαλύθηκαν και όλα σκόρπισαν στο πάτωμα και έξω στο δρόμο.

-Ρε γάρε, τι έκαμες; Φώναζε ο ρολογάς.

Αλλά ο Αντρίκος δεν άκουγε καθώς στην αναμπουμπούλα επάνω τη σκαπούλαρε με τρόπο.

Όλοι οι γειτόνοι βάλθηκαν να βοηθήσουν τον Κόκο να περιμαζέψει τα τιμαλφή, και όταν τέλειωσαν με στωικότητα ξαναλέει ο Κόκος,

-ποιος εν ο γάρος ,ο Αντρίκος όξα εγιώ που έβαλα έναν πελλόν να κάμνει τον γάρο;


ΥΓ. Το Αντρικούϊ πέθανε το 2012 στη Λάρνακα και κηδεύτηκε στην Κακοπετριά.


Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΗΣ ΡΟΘΕΑΣ

Τα παλιά χρόνια στα χωριά όταν ο σύζυγος είχε συνηθισμένο όνομα ή επίθετο και ειδικά στους σώγαμπρους που έφερναν από άλλα χωριά, τους ονομάτιζαν με ένα παραγκόμι, ή χρησιμοποιούσαν το όνομα της συζύγου τους για αναγνώριση τους, π.χ. ο Χρήστος της Ρωθέας.

Ο Χρήστος ήρθε ως σώγαμπρος στη Χλώρακα και παντρεύτηκε τη Ρωθέα του Μαρτέζου. Όταν κάποιος ήθελε να τον συναφέρει, τον ονομάτιζε ο Χρήστος της Ρωθέας καθώς το όνομα της ήταν σπάνιο και εύκολα αναγνωρίσιμο.

Τον καιρό της ΕΟΚΑ οι Άγγλοι στρατιώτες όποτε είχε κέρφιου συνελάμβαναν όλους τους άνδρες και με τα χέρια ψηλά τροχάδιν, τους οδηγούσαν στο καφενείο του Τταπάκη και τους ανέκριναν. Στο δρόμο προς το καφενείο υπήρχαν περίπολοι, και με τα υποκόπανα των ντουφεκιών τους οι στρατιώτες, βαρούσαν αβέρτα τους καημένους αιχμαλώτους.

Έτσι όσο πιο μακριά από το καφενείο ήταν το σπίτι κάποιου αιχμαλώτου, τόσες περισσότερες ξυλιές έτρωγε στη ράχη, στα χέρια και στο κεφάλι.

Το σπίτι του Χρήστου της Ρωθέας ήταν έξω από το χωριό, και έτσι κάθε κέρφιου έτρωγε περισσότερες ξυλιές από τους άλλους.

Τα κέρφιου ήταν συχνά και ο Χρήστος για να γλυτώνει λίγες ξυλιές την κάθε φορά, μετά την πρώτη περίπολο που υποχρεωτικά τις έτρωγε, στη δεύτερη και σε όλες τις υπόλοιπες μιλώντας Αγγλικά καθώς είχε υπηρετήσει στο Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και γνώριζε τη γλώσσα, τους φώναζε δυνατά μην μας βαράτε, μας βάρεσαν οι προηγούμενοι.

Έτσι με αυτό τον τρόπο, κάποιες φορές οι Εγγλέζοι δεν τους χτυπούσαν.


ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ

Ο ΣΙΕΗΤΤΑΝ ΓΡΗΣΤΟΣ

Ο Γρήστος του Κωνστάντινου ήταν πονηρός και σιεηττάνης, έτσι του κόλλησαν το παρατσούκλι Σιεηττάν Γρήστος. Ρέντευε τα χωράφια του και το προϊόντα που παρήγαγε τα φόρτωνε στο γαϊδουράκι του και τα μετέφερε στη παλιά αγορά της Πάφου όπου τα πωλούσε λιανικώς ο ίδιος. Ήταν ένα παλιό μεγάλο κτίριο όπου ο κάθε μανάβης όριζε υπό ενοίκιο ένα πάγκο που πάνω τοποθετούσε τα προς πώληση οπωρικά του. Από το χάραμα του φου κατελάμβαναν τα πόστα τους, και είχαν δικαίωμα να πωλούν μέχρι η ώρα μία μετά το μεσημέρι.

Ήταν Σάββατο η ώρα μία και ο Γρήστος είχε μισή κάσα πομυλόρκα απούλητα. Ετοιμαζόταν να μαζέψει τα συμπράγκαλα του να σχολάσει, όταν ένας βρακάς που περίμενε την τελευταία στιγμή να ψωνίσει για να έχει τη δυνατότητα να παζαρέψει, πλησίασε στον πάγκο και ρώτησε πόσα θέλει το μισό κασόνι ντομάτες.

-Δεκατέσσερις πακκίρες, του λέει ο Γρήστος.

Παζάρι ο βρακάς, ζήτησε να του κόψει θκυο πακκίρες.

Ο Γρήστος δέχτηκε αλλά σιεηττάνης καθώς ήταν, ενώ έβαζε τις ντομάτες στο ζεμπίλι του χωριάτη βρακά, τάχατες μονολογώντας λέει,

-Δεκαέξι μπακίρες που ζήτησα είναι πολλές και με παζαρεύεις, φίλε μου;

Και ο βρακάς συγχυσμένος του απαντά,

-μα αφού συμφωνήσαμε να μου κόψεις θκυο πακκίρες, τώρα γιατί μου λαλείς άλλα;

Και ο Γρήστος μειδιώντας από μέσα του για να μην προδοθεί του λέει,

-άτε γέρο, δώσμου δεκατέσσερις πακκίρες και λάμνε στο καλό.

Και ο γέρο βρακάς του έδωσε δεκατέσσερις πακκίρες για τα πομηλόρκα.


ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ