Τα
παλιά χρόνια στα χωριά όταν ο σύζυγος είχε συνηθισμένο όνομα ή επίθετο και
ειδικά στους σώγαμπρους που έφερναν από άλλα χωριά, τους ονομάτιζαν με ένα
παραγκόμι, ή χρησιμοποιούσαν το όνομα της συζύγου τους για αναγνώριση τους, π.χ.
ο Χρήστος της Ρωθέας.
Ο
Χρήστος ήρθε ως σώγαμπρος στη Χλώρακα και παντρεύτηκε τη Ρωθέα του Μαρτέζου.
Όταν κάποιος ήθελε να τον συναφέρει, τον ονομάτιζε ο Χρήστος της Ρωθέας καθώς
το όνομα της ήταν σπάνιο και εύκολα αναγνωρίσιμο.
Τον
καιρό της ΕΟΚΑ οι Άγγλοι στρατιώτες όποτε είχε κέρφιου συνελάμβαναν όλους τους
άνδρες και με τα χέρια ψηλά τροχάδιν, τους οδηγούσαν στο καφενείο του Τταπάκη
και τους ανέκριναν. Στο δρόμο προς το καφενείο υπήρχαν περίπολοι, και με τα
υποκόπανα των ντουφεκιών τους οι στρατιώτες, βαρούσαν αβέρτα τους καημένους
αιχμαλώτους.
Έτσι
όσο πιο μακριά από το καφενείο ήταν το σπίτι κάποιου αιχμαλώτου, τόσες
περισσότερες ξυλιές έτρωγε στη ράχη, στα χέρια και στο κεφάλι.
Το
σπίτι του Χρήστου της Ρωθέας ήταν έξω από το χωριό, και έτσι κάθε κέρφιου
έτρωγε περισσότερες ξυλιές από τους άλλους.
Τα
κέρφιου ήταν συχνά και ο Χρήστος για να γλυτώνει λίγες ξυλιές την κάθε φορά,
μετά την πρώτη περίπολο που υποχρεωτικά τις έτρωγε, στη δεύτερη και σε όλες τις
υπόλοιπες μιλώντας Αγγλικά καθώς είχε υπηρετήσει στο Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και
γνώριζε τη γλώσσα, τους φώναζε δυνατά μην μας βαράτε, μας βάρεσαν οι
προηγούμενοι.
Έτσι
με αυτό τον τρόπο, κάποιες φορές οι Εγγλέζοι δεν τους χτυπούσαν.