ΕΤΣΙ ΗΤΑΝ ΤΟ ΓΡΑΦΤΟΝ ΤΗΣ

Ο Αγαθοκλής δεν ήθελε να παντρέψει την κόρη του με εκείνον που αγάπαν, αλλά με έναν πλούσιο χήρο διπλάσιο στα χρόνια της.

Η Γαλατού όμως ήταν αγαπημένη με ένα όμορφο παλικάρι που πήγε στα ξένα να εργαστεί να μαζέψει ριάλια να την παντρευτεί.

Του έγραψε ένα γράμμα και του εξηγούσε πως δεν μπορούσε να αρνηστεί και θα την πάντρευαν με το ζόρι, έτσι έπρεπε να γυρίσει αμέσως από την ξενιτιά και να την κλέψει.

Ο αγαπημένος της όμως ήταν πολύ μακριά και δεν προλάβαινε, έτσι συμφώνησαν να κλεφτούν μετά το γάμο της.

Πάντρεψαν τη Γαλατού με το ζόρι, και σε μια εβδομάδα γύρισε ο καλός της έτοιμος να την κλέψει. Όμως τι δυστυχία, η αγαπημένη του δεν τον ήθελε πλέον. Καθώς κόρη ακόμη, όταν με το σύζυγο της την πρώτη νύχτα του γάμου ευχαριστήθηκε πολύ, αποφάσισε πως ήθελε να ζήσει μαζί του.

Και για δικαιολογία στον εαυτό της και στον παλιό αγαπητικό της, αποφάσισε πως έτσι ήταν το γραφτόν της.

ΜΙΛΛΩΜΕΝΟ

Ο Αντρικκής ήταν σκάπουλλος αλλά έχοντας ανάγκη να ικανοποιεί τις σεξουαλικές του ορέξεις, κάθε τόσο καιρό επισκεπτόταν τις παστρικές στο Κτήμα και έκανε τη δουλειά του. Η ταρίφα ήταν δέκα σελίνια, ήταν η εποχή μετά τον αγώνα τη ΕΟΚΑ και την ανακήρυξη της Κυπριακής δημοκρατίας.

Μια φορά μέσα στη βαρυχειμωνιά, μια νύχτα είχε φοβερές ορέξεις, αλλά στη τσέπη είχε μόνο τρία σελίνια. Εξάλλου χρειαζόταν να πληρώσει ταξί για τη μεταφορά, τα έξοδα ήταν πολλά, ως εκ τούτου αποφάσισε πως μια επίσκεψη στις λεγάμενες ήταν αδύνατη.

Στο χωριό ζούσε μια χήρα φτωχή που για να ανταπεξέρχεται στις οικονομικές της ανάγκες, καμιά φορά δεχόταν επισκέψεις από άνδρες τους οποίους χρέωνε πέντε σελίνια. Ο Αντρικκής σκέφτηκε να της χτυπήσει την πόρτα και να την παρακαλέσει να του κάνει πίστωση.

Αυτό έκανε λοιπόν, αλλά η χήρα του αγνίστηκε και του είπε πως για τέτοιες δουλειές δεν κάνει βερεσέ.

Τι να κάμει ο καημένος, αποφάσισε να πάει σε μια μακρινή του θεια να την παρακαλέσει να τον δανείσει δυο σελίνια.

Πάει το λοιπόν, της χτυπά την πόρτα και της εξηγεί τον πόνο του.

Και η θειά του η καλή που ήθελα να τον βοηθήσει, του λέει

-Αντρίκο έμπα έσσω να σου δώσω δυό σελίνια, αλλά δεν χρειάζεται να τα ξοδέψεις, θα σε βοηθήσω εγώ

Μπήκε ο Αντρίκκος έσσω και η καλή του θεια με πολλή προθυμία τον βοήθησε να βγάλει τον πόνο του.

Έτσι εκείνη τη μέρα έκανε τη δουλειά του τσάμπα και έμεινε ευχαριστημένος, γλύτωσε τα τρία σελίνια, και από πάνω κέρδισε άλλα δύο.

ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Ήταν ένας Γιαννής που δεν ήξερε από θρησκεία, ούτε τον ενδιέφερε και δεν πήγαινε εκκλησία. Αντιθέτως η γυναίκα του ήταν πολύ Θεοφοβούμενη και δεν έχανε λειτουργία ή εσπερινό. Το παράπονο της ήταν πολύ μεγάλο για τον άθεο άνδρα της και όλο του μουρμουρούσε.

Αυτός μια Κυριακή, αποφάσισε να της κάνει το χατίρι να πάνε μαζί στην εκκλησία. Ήταν η πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, η Κυριακή της Ορθοδοξίας που η λειτουργία γινόταν σε ανάμνηση της αναστήλωσης των εικόνων από την αυτοκράτειρα Θεοδώρα. Κατ΄ αυτήν οι πιστοί περιέφεραν τις εικόνες σε λιτή προς δόξαν της αυτοκράτειρας.

Όταν ήρθε η ώρα της λιτής, οι πιστοί έπαιρναν από μια εικόνα Αγίου και ακολουθούσαν τον ιερέα. Όταν ήρθε η σειρά του Γιαννή, οι εικόνες είχαν τελειώσει, τις πήραν όλες. Πάει ο Γιαννής, σβήνει κάτι κεριά από το μανουάλι και το φορτώνεται στον ώμο έτοιμος να ακολουθήσει τους άλλους. Η γυναίκα του βλέποντας τον, γεμάτη ντροπή έτρεξε κοντά του και του έβαλε τις φωνές.

Και ο αθεόφοβος γυρίζει και της λέει,

-καλά ρε γυναίκα, σήμερα βρήκες να με φέρεις στην εκκλησία μέρα που κάνουν μετακόμιση, μέρα που έχω και έναν σφάχτη στο πλευρό;

ΣΑΡΑΝΤΑΠΕΝΤΕ ΓΙΑΝΝΗΔΕΣ ΕΝΟΣ ΚΟΚΟΡΟΥ ΓΝΩΣΗ

Ήταν ένας Χωραίτης δημόσιος υπάλληλος που εξών από σπίτι-δουλειά δεν ήξερε τίποτε άλλο. Μια φορά αποφάσισε να πάει με το αυτοκίνητο του μια εκδρομή μέχρι τον Ακάμα να γνωρίσει κι΄ άλλους τόπους.

Όταν έφτασε μες τες ερημιές συνάντησε ένα βοσκό με το κοπάδι του. Σταμάτησε να ξεμουδιάσει, να κόψει και καμιά κουβέντα μαζί του γιατί είχε βαρεθεί τόσες ώρες οδήγημα μόνος του.

-Πολύ μεγάλο το κοπάδι σου, του λέει.

-ναι, αν βρεις πόσα χτηνά έχω, να σου χαρίσω ένα, απαντά ο βοσκός.

Στην τύχη ο δημόσιος υπάλληλος του λέει, 350.

-Κέρδισες, έμπα στο κοπάδι και διάλεξε όποιο χτηνό θέλεις.

Με χαρά ο άνθρωπος για την ανέλπιστη του τύχη, άρχισε να πασπατεύει τα ζώα να βρει ένα παχουλό να πάρει μαζί του.

Στη πολλή ώρα βρήκε ένα παχουλό, το άρπαξε και το φορτώθηκε να το πάρει στο αυτοκίνητο.

Τότες του λέει ο βοσκός,

-αν βρω ποιο είναι το όνομα σου δέχεσαι να αφήσεις το ζώο και να μην το πάρεις;

-Εντάξει του λέει ο ξένος, σίγουρος πως δεν θα το γνώριζε αφού δεν του το είπε.

-Γιαννής, του λέει

-Μα πως το βρήκες, μάγος είσαι;

-Όχι, αλλά μόνο ένας Γιαννής θα έπαιρνε ένα σκυλί αντί για ρίφι.

ΟΙ ΠΙΤΤΑΚΟΜΕΝΕΣ ΟΡΝΙΘΕΣ

 Ο Φυτής ήταν ένας γραφικός τύπος από την Κάτω Πάφο που με ένα ποδήλατο καθημερινά ανέβαινε στο παζάρι στην Πάνω Πάφο και την άραζε στην ξακουστή ταβέρνα του Σόβου όπου εκεί με φίλους τρωγοπίνοντας περνούσε την ώρα του. Ήταν ένας αγαθός κεβεζές τύπος που ταίριαζε με όλους παντός είδος ανθρώπων.

Στην κάτω Πάφο εκείνη την εποχή υπήρχαν λίγα σπίτια με λιγοστούς κατοίκους. Ήταν χαμηλά χτισμένα με πέτρα και πηλό, με μεγάλες φραχτές περίκλειστες με παπουτσοσυτζιές.

Ο Φυτής στο σπίτι του είχε γουμάδες με όρνιθες αλανιάρες οι οποίες έβοσκαν μέσα στην αυλή, αλλά καμιά φορά πηδούσαν τη φραχτή και έβοσκαν στις αλάνες.

Ο Ευριπίδης ήταν δικολάβος και με ένα rover γυρνούσε όλη την επαρχία για να διεκπεραιώνει τις δουλειές του. Μια μέρα που οδηγούσε στην Κάτω Πάφο περνώντας από το σπίτι του Φυτή, δυο όρνιθες πετάχτηκαν στο δρόμο, δεν πρόλαβε να πατήσει φρένο και τις έκανε πίττα. Ο άνθρωπος τίμιος και ηθικός καθώς ήταν, δεν έπαιξε πελλό να φύγει, αλλά θέλοντας να πληρώσει τη ζημιά κατέβηκε, πήρε τις όρνιθες από τα πόδια και πήγε στο απέναντι σπίτι, χτύπησε την πόρτα και του άνοιξε ο Φυτής.   

-Το σπίτι είναι δικό σου;

-Ναι

-οι όρνιθες στην αυλή είναι δικές σου;

-Ναι

-Αυτές οι όρνιθες είναι δικές σου;

Και του έδειξε τις σκοτωμένες όρνιθες που κρατούσε.

Τις κοίταξε λίγο ο Φυτής, τις περιεργάστηκε, και του απάντησε,

-όχι, εμένα οι όρνιθες μου είναι στρουμπουλές, δεν είναι πιττακομένες.

ΛΟΑΡΚΑΖΕΙΣ ΤΖΙΑΙ ΤΟ ΣΕΡΚΗΝ ΔΙΚΗΓΟΡΟ;

Ο Σέρκης ήταν δικηγόρος στο Κτήμα την εποχή μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Λέγουν οι παλαιότεροι πως έχανε σχεδόν όλες τις δίκες, ως εξ αυτού έμεινε η περιόνυμος φράση «Λοαρκάζεις τζιαι τον Σέρκη δικηγόρο»;

Ένας εκ των υιών του σπούδασε καθηγητής και δίδασκε στο Γμνάσιο της Πάφου. Μια φορά στην τάξη σήκωσε έναν μαθητή να πει το μάθημα. Ήταν ο Χρήστος Φωτιάδης από την Τάλα, ένας κακός μαθητής που ποτέ του δεν διάβαζε. Εκείνη την ημέρα ήξερε το μάθημα, και το είπε φαρσί.

Ο καθηγητής του έκπληκτος, θέλωντας να τον παινέσει του λέει,

-Μπράβο ρε Χρήσο, και μια φορά τα είπες απταίστως, θα σου βάλω 20.

Κολακευμένος και γεμάτος περηφάνια ο καλός μαθητής, με έπαρση και θέλοντας να αντιπαραβάλει τον εαυτό του ως καλό έναντι μοιανού κακού, του απάντησε,

-μα νομίζεις δάσκαλε ότι εν τζι΄ ο Σέρκης δικηγόρος;

Φυσικά δεν ηξερε πως ο καθηγητής ήταν υιός του Σέρκη, ο οποίος κατακόκκινος από θυμό του λέει,

-δεν παίρνεις 20 παίρνεις κούλλουρο.

Κkeshtin: Δεν πληρώνω τα χρωστούμενα, φορώ καπέλο σε κάποιον)

Ο Πούσκας ο ταβερνιάρης ήταν αυστηρός και σφικτός και δεν έδινε βερεσέ. Πάνω στον τοίχο είχε μια ταπέλλα που έγραφε «Πίστωση εις ουδένα». Έξω από το μαγαζί είχε και μια βαρέλα με φουντάνα και πουλούσε πεζίνα με την μπουκάλα.

Πάει μια μέρα ένας πλάκατζιης ο Φορσής, και γεμίζει την μοτορούν του με πεζίνα. Έκατσε και σε ένα τραπέζι να ξεκουραστεί, παράγγειλε και οφτόν κλέφτικον να φάει,

παράγγειλε επίσης μια σαλάτα, με λάι καλό τζιαι μια μιτσιά V.O 31 κονιάκ.

Τρώει, πίννει το Φορσίν,

-φέρε τζιαι ένα Craven A" (τσιγάρα), λαλεί του.

 Ύστερα έκατσε πας τη μοτορού, και ετοιμάστηκε να φύγει.

-Ρε Φορσή που πάεις, χρωστείς 25 σελίνια, φωνάζει ο Πούσκας από τον πάγκο όπου ετοίμαζε τον λογαριασμό.

Τζι’ ο Φορτσής λαλεί του,

-Έκταρες με ρε Πούσκα, τέλος πάντων όμως, γράψε τα, και γίνεται καπνός.

Κάποιος θαμώνας που ήταν εκεί, λέει στον Πούσκα γελώντας

-Αν τον ξαναδείς σφύρα μου. Το κκεshτίν έφας το.

Και είχε βέβαια δίκαιο. Ο Πούσκας ακόμα περιμένει τα χρωστούμενα...

Πέρασαν πολλά χρόνια, και ο Φορτσής άνοιξε ταβέρνα στη Μουττάγιακα. Μια μέρα που έλειπε, πέρασε από το μαγαζί ο Πούσκας με την οικογένεια του που είχε έρθει από την Αυστραλία για διακοπές καθώς είχε μεταναστεύσει μόνιμα, και παράγγειλε μεζέδες για όλους, κονιάκ, μπύρες και σαλάτες. Όταν έφαγαν και έσπασαν, ζήτησε το λογαριασμό, και το γκαρσόνι του είπε 80 ευρώ.

-Που εν ο μάστρος σου, τον ρωτά ο Πούσκας.

-έσιει μια δουλειά τζιαι εν νάρτει, απαντά το γκαρσόνι.

Βγάζει τότε ο Πούσκας από την πούγκα μια τσαλακωμένη και κιτρινισμένη κολλούα 30 χρόνων που έγραφεν «Φορσίν 25 σελίνια» και του λέει

-δώστην του μάστρου σου, εν που τον Πούσκαν πέ του, τζιαι τα ρέστα δικά του.

ΤΑ ΠΟΛΛΑ ΡΙΑΛΙΑ

Ο Λουής ο Τύλληρος από παιδιώθεν του άρεσε να γυρνά στα καφενεία και να κουβεντιάζει με τους μεγαλύτερους του. Ένας αθκιασερός που κουβέντιαζε μαζί του, τακτικά του έλεγε πως στην Αγγλία δεν υπάρχει φτώχεια, και πως τα λεφτά είναι σκορπισμένα στους δρόμους και οι άνθρωποι έχουν τόσα πολλα, που τα κλωτσούν χωρίς να καταδέχονται να σκύψουν να τα πάρουν.

Ο Λουής όντας μικρός και μωροπίστευτος, καθώς τον άκουγε συνέχεια να λέει την ίδια ιστορία, τον πίστεψε και έβαλε σκοπό όταν μεγαλώσει να μεταναστεύσει στην Αγγλία να γίνει πλούσιος.

Πέρασαν τα χρόνια, το παιδίον μεγάλωσε, και ένας θειός του στην Αγγλία του έγβγαλε βίζα να πάει εκεί να εργαστεί. Έκανε οικονομίες και αγόρασε ένα εισητήριο, μπήκε σε ένα σιδερένιο πλοίο και το μεγάλο ταξίδι ξεκίνησε.

Έφτασε λοιπόν ο Λούης στην Αγγλία, και καθώς εγωιστής δεν γύρεψε βοήθεια από το θείο του καθώς νόμιζε πως θα έβρισκε αμέσως εργασία με πολλά χρήματα, τόσα που δεν θα μπορούσε εύκολα να τα ξοδέψει. Ήθελε πρώτα να αποκατασταθεί, και μετά να επισκεφτεί το θείο του, να του αποδείξει τοιουτοτρόπως την αξίωσύνη του.

Κατέβηκε από το πλοίο και πήρε το δρόμο για την πόλη με σκοπό να βρει αμέσως δουλειά, να πάρει αμέσως χρήματα, να αγοράσει δώρα για το θειό του, και ύστερα να πάει να τον επισκεφτεί.

Στο δρόμο που επήγαινε, είδε κάτω στο δρόμο ένα πορτοφόλι. Μέσα του σκέφτηκε πως είχε δίκαιο ο χωριανός του που του έλεγε πως οι δρόμοι του Λονδίνου ήταν σπαρμένεοι χρήματα.

Αντί να σκύψει να πάρει το πορτοφόλι, ο Λουής του έδωσε μια κλωτσιά  και συνέχισε αδιάφορος το δρόμο του καθώς ήξερε πως θα έβρισκε παντού χρήματα όπως του είπε ο φίλος του. Σιγά λοιπόν, μην σκυψει χάμω να πάρει ένα πορτοφόλι με λίγες λίρες αφού όπου θα επήγαινε θα έβρισκε πολλές.

Περπάτησε ώρες πολλές, ρώτησε παντού, δουλειά γιόκ. Πέρασε το πρωινό, πέρασε το μεσημέρι, ήρθε το δείλι, άρχισε να σκούζει η κοιλιά του από την πείνα.

Αφού είδε και απόειδε, κατάλαβε πως οι κουβέντες του φίλου του ήταν όλα ψεύτικες. Νευρίασε με τον εαυτό του για την αφέλεια του, ακόμη θύμωσε περισσότερο για τη μεγάλη του βλακεία που δεν μάζεψε το πορτοφόλι. Έτσι αποκαρδιωμένος και στεναχωρεμένος, μπήκε σε ένα τηλεφωνικό θάλαμο και τηλεφώνησε του θειού του.