Ο
Γρήστος του Κωνστάντινου ήταν πονηρός και σιεηττάνης, έτσι του κόλλησαν το
παρατσούκλι Σιεηττάν Γρήστος. Ρέντευε τα χωράφια του και το προϊόντα που
παρήγαγε τα φόρτωνε στο γαϊδουράκι του και τα μετέφερε στη παλιά αγορά της
Πάφου όπου τα πωλούσε λιανικώς ο ίδιος. Ήταν ένα παλιό μεγάλο κτίριο όπου ο
κάθε μανάβης όριζε υπό ενοίκιο ένα πάγκο που πάνω τοποθετούσε τα προς πώληση
οπωρικά του. Από το χάραμα του φου κατελάμβαναν τα πόστα τους, και είχαν
δικαίωμα να πωλούν μέχρι η ώρα μία μετά το μεσημέρι.
Ήταν
Σάββατο η ώρα μία και ο Γρήστος είχε μισή κάσα πομυλόρκα απούλητα. Ετοιμαζόταν
να μαζέψει τα συμπράγκαλα του να σχολάσει, όταν ένας βρακάς που περίμενε την
τελευταία στιγμή να ψωνίσει για να έχει τη δυνατότητα να παζαρέψει, πλησίασε
στον πάγκο και ρώτησε πόσα θέλει το μισό κασόνι ντομάτες.
-Δεκατέσσερις
πακκίρες, του λέει ο Γρήστος.
Παζάρι
ο βρακάς, ζήτησε να του κόψει θκυο πακκίρες.
Ο
Γρήστος δέχτηκε αλλά σιεηττάνης καθώς ήταν, ενώ έβαζε τις ντομάτες στο ζεμπίλι
του χωριάτη βρακά, τάχατες μονολογώντας λέει,
-Δεκαέξι
μπακίρες που ζήτησα είναι πολλές και με παζαρεύεις, φίλε μου;
Και
ο βρακάς συγχυσμένος του απαντά,
-μα
αφού συμφωνήσαμε να μου κόψεις θκυο πακκίρες, τώρα γιατί μου λαλείς άλλα;
Και
ο Γρήστος μειδιώντας από μέσα του για να μην προδοθεί του λέει,
-άτε
γέρο, δώσμου δεκατέσσερις πακκίρες και λάμνε στο καλό.
Και
ο γέρο βρακάς του έδωσε δεκατέσσερις πακκίρες για τα πομηλόρκα.