Ο Σιάηλος υπήρξε αληθινό πρόσωπο που έζησε κατά την περίοδο του μεσοπολέμου και στα πρώτα χρόνια της ιδρύσεως της Κυπριακής δημοκρατίας στο χωριό της Έμπας. Ήταν γυρολόγος και μάζευε κυρίως άδεια ποτσιά από μπογιές παπουτσιών και τα μεταπωλούσε.
Γυρνούσε τις γειτονιές
και φώναζε,
-ποτσιά της πογιάς
αγοράζω κόρη κοπελλούες.
Πολλές κοπελλούες
από λύπηση του έδιναν τα μεταχειρισμένα μπουκάλια και ποτσούθκια δωρεάν.
Ήταν
ένας γραφικός τύπος καμπούρης με ένα ραβδί που χρησιμοποιούσε ως αποκούμπι για
να στηρίζει το βάρος του σώματος του που έγερνε μπροστά. Πάντα σκυφτός με μια
σακούλα στον ώμο φάνταζε φιγούρα από βιβλίο να ξεχωρίζει από μακριά μέσα σε
ζέστη ή κρύο, καθημερινά να βαδίζει αργά ροβολώντας προς τη Χλώρακα.
Τα μικρά
παιδιά έτρεχαν τριγύρω του και τον περίπαιζαν, αλλά αυτός μειλίχια τους
μειδιούσε και τους μιλούσε.
Ήταν
έσχατος της κοινωνίας μιας εποχής όπου οι περισσότεροι άνθρωποι ζούσαν σε
ανέχεια και ο καθένας προσπαθούσε να προσαρμοστεί στα δεδομένα εκείνου του
καιρού, έτσι και ο ίδιος ζώντας σε έναν εφιάλτη κοινωνικής απομόνωσης, προσπαθούσε
να προστατευτεί με τον τρόπο του και να δημιουργήσει μια διαφορετική λογική
επαφής με την πραγματικότητα.
Διαμορφώνοντας
τοιουτοτρόπως έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα δικής του σοφίας, συνομιλούσε και αστειευόταν
με τα μικρά παιδιά και τις νοικοκυρές, ενώ απέφευγε τους άλλους. Γύριζε με τη σακούλα
στον ώμο και εμπορευόταν μεταχειρισμένα υαλικά προϊόντα. Με αδυναμία στις
κοπελλούες, προσπαθούσε να πιάνει κουβέντα μαζί τους και να είναι πάντα
υποψήφιος γαμπρός. Και οι κοπελλούες τον περίπαιζαν και έσπαγαν πλάκα μαζί του. Και αυτός μωροπίστευτος
προσδοκούσε πως κάποια από αυτές θα τον παντρευόταν.
Ώσπου
στο τέλος αφού είδε και αποείδε, παντρεύτηκε μια γριά που του προξένεψαν.
Ήταν μια γριά
γεροντοκόρη που είχε περάσει τα εξήντα η καημένη, αλλά δεν είχε παύσει να
περιμένει έναν γαμπρό. Τον περίμενε με μια ελπίδα και κάθε βράδυ στην προσευχή
της παρακαλούσε το θεό να της στείλει έναν, όποιον και νάναι. Είχε βάλει σκοπό
της πριν πεθάνει να παντρευτεί. Ήξερε πως όπως ο νυμφίος ήρθε εν τω μέσω της
νυχτός, μπορούσε και γι΄αυτήν να έρθει οποιαδήποτε στιγμή. Πρωί, μέρα μεσημέρι,
νύχτα ή ξημερώματα.
Έτσι την καλή εκείνη
μέρα που η προξενήτρα την επισκέφτηκε και της είπε πως
σκέφτηκε τον Σιάηλο
για άντρα της, αυτή αμέσως δέχτηκε, και της έταξε μπαξίσι αν τέλειωνε τη
δουλειά.
Την παντρεύτηκε ο
Σιάηλος, αλλά για να τη ζήσει δεν αρκούσαν τα εισοδήματα από τα κέρδη του
επαγγέλματος του. Έτσι καθώς γύριζε τα χωριά αγοράζοντας τα άδεια ποτσούθκια
από τις μπογιές παπουτσιών ΣΤΕΜΜΑ για να τα μεταπωλήσει, από όποιο χωράφι
περνούσε, έκοβε και λίγα οπωρικά.
Πολλοί περβολάρηδες
όταν τον έβρισκαν μέσα στα χωράφια τους να κοκκολογά, δεν του θύμωναν γιατί ήξεραν
την φτώχεια του.
Μια φορά ενώ βάκλιζε καρύδια σε ένα ξένο χωράφι,
πέρασε ένας περαστός και τον ρώτησε πως κατάφερε να είναι τόσο μεγάλα, και αν
μπορούσε να δοκιμάσει ένα. Και ο αθεόφοβος του λέει,
-Ά φίλε μου, βάζω τους πολλήν κόπριν τζιαι νερό,
γι’ αυτό είναι τόσο μεγάλα. Μάζεψε όσα θέλεις φίλε μου, πάρε τζι΄ έσσω να φαν
τα μωρά.