Ο ΠΑΝΟΥΡΓΟΣ ΠΙΤΣΙΡΙΚΑΣ

«Βράχια ή Βράχος ή Πλαγιαστή» είναι μια θάλασσα στη Χλώρακα ανάμεσα της «Αλικής» και του «Πηλού», δυο άλλες θάλασσες. Είναι επικίνδυνη και τρικυμιώδης με ψηλούς γκρεμούς από θεόρατα βράχια εκ των οποίων πολλά κύλισαν εντός της θάλασσας από τους σεισμούς και τις κατολισθήσεις στο πέρασμα των αιώνων.

Είναι συνεχώς τρικυμισμένη με επικίνδυνα ρεύματα, ώστε οι άνθρωποι την αποφεύγουν. Όταν όμως κατά καιρούς ήταν ησυχασμένη, όλοι οι ψαράδες κατέκλυζαν τις ακτές και ψάρευαν καθώς ένεκα της μορφολογίας του βυθού, τα ψάρια ήταν εύγεστα και περιζήτητα.

Ο Κυριάκος ο Μαυρονικόλας ήταν ίσαμε είκοσι χρονών παλληκάρι  και περνιόταν ο καλύτερος ψαράς με ψαροντούφεκο και με δυναμίτη.

Ο Κουρρούσιης ήταν δεκατεσσάρων χρόνων και ήταν δεινός κολυμβητής και ψαράς, μαθητευόμενος του πρώτου.

Ήταν μια καλοκαιρινή μέρα και η θάλασσα στα Βράχια ήταν γαληνεμένη και τα κρυστάλλινα νερά πεντακάθαρα. Τα κίτρινα φύκια βλαστημένα στο βυθό ανασηκωμένα προς τον ήλιο, έμοιαζαν όμορφα σαν δάσος και ανάμεσα τους τα ψάρια κολυμπούσαν ψάχνοντας την τροφή τους. Ο Κουρούσιης σαν μικρό παιδί που άλλη δουλειά δεν είχε από το να τριγυρνάει τις ακρογιαλιές, λιαζόταν με το σώβρακο ξαπλωμένος πάνω στα χλωρά μαλακά φύκια σε μια μεγάλη λεία πέτρα που ξεσκεπάστηκε από τα νερά καθώς αυτά είχαν υποχωρήσει από την άμπωτη. Σε μια στιγμή που ανασηκώθηκε, είδε δίπλα του μέσα στη θάλασσα ένα μεγάλο αλάγι από θεόρατους σορκούς. Σηκώθηκε μεμιάς και έμεινε να τους παρακολουθεί στεναχωρημένος καθώς μικρό παιδί δεν είχε μαζί του ένα δυναμίτη να τους ρίξει.

Όμως η τύχη του ήταν μεγάλη γιατί απέναντι πάνω ψηλά στον γκρεμό είδε τον Κυριάκο να στέκει και να αγναντεύει τον ορίζοντα. Ήξερε πως πάντα κουβαλούσε ένα δυναμίτη μαζί του, έτσι του έβαλε μια φωνή και με νοήματα του έδειξε πως στο γιαλό υπήρχαν ψάρια.

Έτρεξε ο Κυριάκος, είδε τα ψάρια και έριξε το δυναμίτη. Η θάλασσα γέμισε πεθαμένα ψάρια που αστραποβολούσαν ασημένια από το φως του ήλιου. Και ο Κουρούσιης δεινός στο κολύμπι και στο μακροβούτι, έπεσε στη θάλασσα και άρχισε να τα μαζεύει.

Ύστερα ο Κυριάκος έβγαλε μια σακούλα που κουβαλούσε πάντα στη τσέπη του και τα έβαλε μέσα. Η σακούλα γέμισε και ξεχείλισε. Άμα τέλειωσε γύρισε και είπε στον μικρό βουτηχτή,

-πάρε και συ δυο-τρία ψάρια να σου τηγανίσει η μάνα σου.

Ύστερα φορτώθηκε τη σακούλα και κίνησε για το χωριό.

Το μικρόν παιδί τον άφησε να απομακρυνθεί, και με ένα μειδίαμα ετοιμάστηκε να ξαναβουτήξει.

ήταν ένα έξυπνο παιδί, παμπόνηρος και πανούργος. Ήξερε τον δάσκαλο του καλά, και περιμένοντας την αντίδραση του, στο μάζεμα των ψαριών κάθε ένα που έβγαζε έξω, έριχνε άλλα δύο σε μια πλατιά σχισμή μέσα στη θάλασσα.

Όταν τέλειωσε γέμισε άλλες δυο σακούλες και με κόπο τις φορτώθηκε και τις κουβάλησε στο σπίτι του.