ΤΑ ΚΡΟΜΜΥΘΚΙΑ

Ο Γρήστος του Κωστάντινου με τον Γιωρκή του Πενταρά, κάτω στη θάλασσα φύτεψαν φουμουσιάρικα ένα χωράφι κρεμμύδια. Τα πότιζαν, τα βοτάνιζαν, έκαναν μια καλή σοδειά και ήρθε η ώρα της συγκομιδής.

Όλοι μαζί οικογενειακώς συν γυναιξί και τέκνοις, άρχισαν την εκρίζωση και το στοίβαγμα σε σωρούς μέσα στο χωράφι. Ύστερα από μια βδομάδα που αποξεράθηκαν τα φύλλα, άρχισαν να τα καθαρίζουν και να τα ρίχνουν σε συρίζες πάνω σε δυο γαϊδάρους, που ο Γρήστος οδηγούσε στο χωριό στην αυλή του σπιτιού του και τα τοποθετούσε σε δυο γουνάρια για τη μοιρασιά.

Ο Γρήστος ήταν ξακουστός για την πονηράδα του, έτσι έσκαψε ένα ξέβαθο λάκκο μέσα στη γη και αφού αυτός γέμισε με τα κρεμμύδια, τα υπόλοιπα σχημάτισαν ένα γουνάρι πάνω από τη γη.

Όταν τέλειωσε η μεταφορά και ήρθε η ώρα της μοιρασιάς, ο Γρήστος μεγαλόψυχα, λέει στον Γιωρκή,

-φίλε μου επειδή σε αγαπώ και σε εκτιμώ, εσύ να πάρεις αυτό το γουνάρι που είναι μεγαλύτερο από το άλλο.

Ο Γιωρκής ξακουστός για την εξυπνάδα που είχε του απαντά,

-φίλε μου σε ευχαριστώ για τη γενναιοδωρία σου, δέχομαι με πολλή ευχαρίστηση, αλλά θα πάρω επίσης και το άλλο γουνάρι που είναι στο χώμα κάτω από το γουνάρι σου.