Ο Πούσκας ο ταβερνιάρης ήταν αυστηρός και σφικτός και δεν έδινε βερεσέ. Πάνω στον τοίχο είχε μια ταπέλλα που έγραφε «Πίστωση εις ουδένα». Έξω από το μαγαζί είχε και μια βαρέλα με φουντάνα και πουλούσε πεζίνα με την μπουκάλα.
Πάει μια μέρα ένας πλάκατζιης ο Φορσής, και γεμίζει
την μοτορούν του με πεζίνα. Έκατσε και σε ένα τραπέζι να ξεκουραστεί,
παράγγειλε και οφτόν κλέφτικον να φάει,
παράγγειλε επίσης μια σαλάτα, με λάι καλό τζιαι μια
μιτσιά V.O 31 κονιάκ.
Τρώει, πίννει το Φορσίν,
-φέρε τζιαι ένα Craven A" (τσιγάρα), λαλεί του.
Ύστερα έκατσε πας τη μοτορού, και ετοιμάστηκε
να φύγει.
-Ρε Φορσή που πάεις, χρωστείς 25 σελίνια, φωνάζει ο
Πούσκας από τον πάγκο όπου ετοίμαζε τον λογαριασμό.
Τζι’ ο Φορτσής λαλεί του,
-Έκταρες με ρε Πούσκα, τέλος πάντων όμως, γράψε τα,
και γίνεται καπνός.
Κάποιος θαμώνας που ήταν εκεί, λέει στον Πούσκα
γελώντας
-Αν τον ξαναδείς σφύρα μου. Το κκεshτίν έφας το.
Και είχε βέβαια δίκαιο. Ο Πούσκας ακόμα περιμένει
τα χρωστούμενα...
Πέρασαν πολλά χρόνια, και ο Φορτσής άνοιξε ταβέρνα
στη Μουττάγιακα. Μια μέρα που έλειπε, πέρασε από το μαγαζί ο Πούσκας με την
οικογένεια του που είχε έρθει από την Αυστραλία για διακοπές καθώς είχε
μεταναστεύσει μόνιμα, και παράγγειλε μεζέδες για όλους, κονιάκ, μπύρες και
σαλάτες. Όταν έφαγαν και έσπασαν, ζήτησε το λογαριασμό, και το γκαρσόνι του
είπε 80 ευρώ.
-Που εν ο μάστρος σου, τον ρωτά ο Πούσκας.
-έσιει μια δουλειά τζιαι εν νάρτει, απαντά το
γκαρσόνι.
Βγάζει τότε ο Πούσκας από την πούγκα μια
τσαλακωμένη και κιτρινισμένη κολλούα 30 χρόνων που έγραφεν «Φορσίν 25 σελίνια»
και του λέει
-δώστην του μάστρου σου, εν που τον Πούσκαν πέ του,
τζιαι τα ρέστα δικά του.