Ήταν ένας Γιαννής που δεν ήξερε από θρησκεία, ούτε τον ενδιέφερε και δεν πήγαινε εκκλησία. Αντιθέτως η γυναίκα του ήταν πολύ Θεοφοβούμενη και δεν έχανε λειτουργία ή εσπερινό. Το παράπονο της ήταν πολύ μεγάλο για τον άθεο άνδρα της και όλο του μουρμουρούσε.
Αυτός μια Κυριακή, αποφάσισε να της κάνει
το χατίρι να πάνε μαζί στην εκκλησία. Ήταν η πρώτη Κυριακή της Μεγάλης
Τεσσαρακοστής, η Κυριακή της Ορθοδοξίας που η λειτουργία γινόταν σε ανάμνηση
της αναστήλωσης των εικόνων από την αυτοκράτειρα Θεοδώρα. Κατ΄ αυτήν οι
πιστοί περιέφεραν τις εικόνες σε λιτή προς δόξαν της αυτοκράτειρας.
Όταν ήρθε η ώρα της λιτής, οι πιστοί
έπαιρναν από μια εικόνα Αγίου και ακολουθούσαν τον ιερέα. Όταν ήρθε η σειρά του
Γιαννή, οι εικόνες είχαν τελειώσει, τις πήραν όλες. Πάει ο Γιαννής, σβήνει κάτι
κεριά από το μανουάλι και το φορτώνεται στον ώμο έτοιμος να ακολουθήσει τους άλλους.
Η γυναίκα του βλέποντας τον, γεμάτη ντροπή έτρεξε κοντά του και του έβαλε τις φωνές.
Και ο αθεόφοβος γυρίζει και της λέει,
-καλά ρε γυναίκα, σήμερα βρήκες να με
φέρεις στην εκκλησία μέρα που κάνουν μετακόμιση, μέρα που έχω και έναν σφάχτη
στο πλευρό;