ΟΙ ΠΙΤΤΑΚΟΜΕΝΕΣ ΟΡΝΙΘΕΣ

 Ο Φυτής ήταν ένας γραφικός τύπος από την Κάτω Πάφο που με ένα ποδήλατο καθημερινά ανέβαινε στο παζάρι στην Πάνω Πάφο και την άραζε στην ξακουστή ταβέρνα του Σόβου όπου εκεί με φίλους τρωγοπίνοντας περνούσε την ώρα του. Ήταν ένας αγαθός κεβεζές τύπος που ταίριαζε με όλους παντός είδος ανθρώπων.

Στην κάτω Πάφο εκείνη την εποχή υπήρχαν λίγα σπίτια με λιγοστούς κατοίκους. Ήταν χαμηλά χτισμένα με πέτρα και πηλό, με μεγάλες φραχτές περίκλειστες με παπουτσοσυτζιές.

Ο Φυτής στο σπίτι του είχε γουμάδες με όρνιθες αλανιάρες οι οποίες έβοσκαν μέσα στην αυλή, αλλά καμιά φορά πηδούσαν τη φραχτή και έβοσκαν στις αλάνες.

Ο Ευριπίδης ήταν δικολάβος και με ένα rover γυρνούσε όλη την επαρχία για να διεκπεραιώνει τις δουλειές του. Μια μέρα που οδηγούσε στην Κάτω Πάφο περνώντας από το σπίτι του Φυτή, δυο όρνιθες πετάχτηκαν στο δρόμο, δεν πρόλαβε να πατήσει φρένο και τις έκανε πίττα. Ο άνθρωπος τίμιος και ηθικός καθώς ήταν, δεν έπαιξε πελλό να φύγει, αλλά θέλοντας να πληρώσει τη ζημιά κατέβηκε, πήρε τις όρνιθες από τα πόδια και πήγε στο απέναντι σπίτι, χτύπησε την πόρτα και του άνοιξε ο Φυτής.   

-Το σπίτι είναι δικό σου;

-Ναι

-οι όρνιθες στην αυλή είναι δικές σου;

-Ναι

-Αυτές οι όρνιθες είναι δικές σου;

Και του έδειξε τις σκοτωμένες όρνιθες που κρατούσε.

Τις κοίταξε λίγο ο Φυτής, τις περιεργάστηκε, και του απάντησε,

-όχι, εμένα οι όρνιθες μου είναι στρουμπουλές, δεν είναι πιττακομένες.