Ο Αγαθοκλής δεν ήθελε να παντρέψει την κόρη του με εκείνον που αγάπαν, αλλά με έναν πλούσιο χήρο διπλάσιο στα χρόνια της.
Η Γαλατού όμως ήταν αγαπημένη
με ένα όμορφο παλικάρι που πήγε στα ξένα να εργαστεί να μαζέψει ριάλια να την
παντρευτεί.
Του έγραψε ένα
γράμμα και του εξηγούσε πως δεν μπορούσε να αρνηστεί και θα την πάντρευαν με το
ζόρι, έτσι έπρεπε να γυρίσει αμέσως από την ξενιτιά και να την κλέψει.
Ο αγαπημένος της όμως
ήταν πολύ μακριά και δεν προλάβαινε, έτσι συμφώνησαν να κλεφτούν μετά το γάμο της.
Πάντρεψαν τη Γαλατού
με το ζόρι, και σε μια εβδομάδα γύρισε ο καλός της έτοιμος να την κλέψει. Όμως
τι δυστυχία, η αγαπημένη του δεν τον ήθελε πλέον. Καθώς κόρη ακόμη, όταν με το σύζυγο
της την πρώτη νύχτα του γάμου ευχαριστήθηκε πολύ, αποφάσισε πως ήθελε να ζήσει μαζί
του.
Και για δικαιολογία
στον εαυτό της και στον παλιό αγαπητικό της, αποφάσισε πως έτσι ήταν το γραφτόν
της.