Ο Αντρικκής ήταν σκάπουλλος αλλά έχοντας ανάγκη να ικανοποιεί τις σεξουαλικές του ορέξεις, κάθε τόσο καιρό επισκεπτόταν τις παστρικές στο Κτήμα και έκανε τη δουλειά του. Η ταρίφα ήταν δέκα σελίνια, ήταν η εποχή μετά τον αγώνα τη ΕΟΚΑ και την ανακήρυξη της Κυπριακής δημοκρατίας.
Μια
φορά μέσα στη βαρυχειμωνιά, μια νύχτα είχε φοβερές ορέξεις, αλλά στη τσέπη είχε
μόνο τρία σελίνια. Εξάλλου χρειαζόταν να πληρώσει ταξί για τη μεταφορά, τα
έξοδα ήταν πολλά, ως εκ τούτου αποφάσισε πως μια επίσκεψη στις λεγάμενες ήταν
αδύνατη.
Στο
χωριό ζούσε μια χήρα φτωχή που για να ανταπεξέρχεται στις οικονομικές της
ανάγκες, καμιά φορά δεχόταν επισκέψεις από άνδρες τους οποίους χρέωνε πέντε
σελίνια. Ο Αντρικκής σκέφτηκε να της χτυπήσει την πόρτα και να την παρακαλέσει
να του κάνει πίστωση.
Αυτό
έκανε λοιπόν, αλλά η χήρα του αγνίστηκε και του είπε πως για τέτοιες δουλειές
δεν κάνει βερεσέ.
Τι
να κάμει ο καημένος, αποφάσισε να πάει σε μια μακρινή του θεια να την
παρακαλέσει να τον δανείσει δυο σελίνια.
Πάει
το λοιπόν, της χτυπά την πόρτα και της εξηγεί τον πόνο του.
Και
η θειά του η καλή που ήθελα να τον βοηθήσει, του λέει
-Αντρίκο
έμπα έσσω να σου δώσω δυό σελίνια, αλλά δεν χρειάζεται να τα ξοδέψεις, θα σε
βοηθήσω εγώ
Μπήκε
ο Αντρίκκος έσσω και η καλή του θεια με πολλή προθυμία τον βοήθησε να βγάλει
τον πόνο του.
Έτσι
εκείνη τη μέρα έκανε τη δουλειά του τσάμπα και έμεινε ευχαριστημένος, γλύτωσε
τα τρία σελίνια, και από πάνω κέρδισε άλλα δύο.