ΤΑ ΠΟΛΛΑ ΡΙΑΛΙΑ

Ο Λουής ο Τύλληρος από παιδιώθεν του άρεσε να γυρνά στα καφενεία και να κουβεντιάζει με τους μεγαλύτερους του. Ένας αθκιασερός που κουβέντιαζε μαζί του, τακτικά του έλεγε πως στην Αγγλία δεν υπάρχει φτώχεια, και πως τα λεφτά είναι σκορπισμένα στους δρόμους και οι άνθρωποι έχουν τόσα πολλα, που τα κλωτσούν χωρίς να καταδέχονται να σκύψουν να τα πάρουν.

Ο Λουής όντας μικρός και μωροπίστευτος, καθώς τον άκουγε συνέχεια να λέει την ίδια ιστορία, τον πίστεψε και έβαλε σκοπό όταν μεγαλώσει να μεταναστεύσει στην Αγγλία να γίνει πλούσιος.

Πέρασαν τα χρόνια, το παιδίον μεγάλωσε, και ένας θειός του στην Αγγλία του έγβγαλε βίζα να πάει εκεί να εργαστεί. Έκανε οικονομίες και αγόρασε ένα εισητήριο, μπήκε σε ένα σιδερένιο πλοίο και το μεγάλο ταξίδι ξεκίνησε.

Έφτασε λοιπόν ο Λούης στην Αγγλία, και καθώς εγωιστής δεν γύρεψε βοήθεια από το θείο του καθώς νόμιζε πως θα έβρισκε αμέσως εργασία με πολλά χρήματα, τόσα που δεν θα μπορούσε εύκολα να τα ξοδέψει. Ήθελε πρώτα να αποκατασταθεί, και μετά να επισκεφτεί το θείο του, να του αποδείξει τοιουτοτρόπως την αξίωσύνη του.

Κατέβηκε από το πλοίο και πήρε το δρόμο για την πόλη με σκοπό να βρει αμέσως δουλειά, να πάρει αμέσως χρήματα, να αγοράσει δώρα για το θειό του, και ύστερα να πάει να τον επισκεφτεί.

Στο δρόμο που επήγαινε, είδε κάτω στο δρόμο ένα πορτοφόλι. Μέσα του σκέφτηκε πως είχε δίκαιο ο χωριανός του που του έλεγε πως οι δρόμοι του Λονδίνου ήταν σπαρμένεοι χρήματα.

Αντί να σκύψει να πάρει το πορτοφόλι, ο Λουής του έδωσε μια κλωτσιά  και συνέχισε αδιάφορος το δρόμο του καθώς ήξερε πως θα έβρισκε παντού χρήματα όπως του είπε ο φίλος του. Σιγά λοιπόν, μην σκυψει χάμω να πάρει ένα πορτοφόλι με λίγες λίρες αφού όπου θα επήγαινε θα έβρισκε πολλές.

Περπάτησε ώρες πολλές, ρώτησε παντού, δουλειά γιόκ. Πέρασε το πρωινό, πέρασε το μεσημέρι, ήρθε το δείλι, άρχισε να σκούζει η κοιλιά του από την πείνα.

Αφού είδε και απόειδε, κατάλαβε πως οι κουβέντες του φίλου του ήταν όλα ψεύτικες. Νευρίασε με τον εαυτό του για την αφέλεια του, ακόμη θύμωσε περισσότερο για τη μεγάλη του βλακεία που δεν μάζεψε το πορτοφόλι. Έτσι αποκαρδιωμένος και στεναχωρεμένος, μπήκε σε ένα τηλεφωνικό θάλαμο και τηλεφώνησε του θειού του.