Την περίοδο της Αγγλοκρατίας όπου οι Άγγλοι αγόρασαν την Κύπρο από τους Τούρκους, οι Τουρκοκύπριοι ζούσαν υπό την εύνοια των Αποικιοκρατών, και πολλοί από αυτούς συμπεριφέρονταν βάναυσα στους Χριστιανούς υπό το στραβό βλέμμα των Βρεττανών.
Η φτώχια στον πληθυσμό ήταν αβάσταχτη και οι κάτοικοι διαβιούσαν υπό ανέχεια. Το έγκλημα άνθιζε και οι κάτοικοι υπέφεραν. Όταν τα Χασαμπουλιά δρούσαν, είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόμος από την Πάφο μέχρι τη Λεμεσό.
Η δράση τους τερματίστηκε το 1896. Σε αυτή την περίοδο
στο χωριό Μαμώνια ζούσε ο Αντωνής ένας μεγαλοτσιφλικάς, που πάντρεψε την κόρη
του Παναγιωτού με τον Χρήστο, αργότερα Πελλόχρηστο επίθετο που παραμένει στους
απογόνους του μέχρι σήμερα.
Ο Χρήστος καταγόταν από ο Παλαιχώρι και ήταν αδερφός του
πατέρα του Πολύκαρπου Γιωρκάτζιη. Η μάνα του
πέθανε στη γέννα και την ανατροφή του ανέλαβε η πρωτότοκος αδερφή του Μαρία.
Στα δεκαεφτά του χρόνια το έσκασε και πήγε στην Ελλάδα
όπου κατετάγει στο στρατό και έλαβε μέρος στον «ατυχή πόλεμο» το 1897.
Ατυχής πόλεμος ήταν ο πόλεμος μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
και του Βασιλείου της Ελλάδας με αφορμή το Κρητικό Ζήτημα, στο οποίο η Ελληνική
πλειοψηφία της Οθωμανικής επαρχίας της Κρήτης επιθυμούσε την Ένωση με την
Ελλάδα. Ονομάστηκε ατυχής γιατί έληξε με την ήττα της Ελλάδας.
Στην επιστροφή του ο Χρήστος από ντροπή γιατί έφυγε
σκαστός αλλά και για την ήττα του πολέμου, δεν πήγε στους γονιούς που τον
ανέθρεψαν, αλλά κατετάγη στο σώμα των έφιππων αστυνομικών της αποικιακής κυβέρνησης.
Τον φώναζαν Χρήστος ο Σουβαρής καθώς έτσι ονομάτιζαν τους έφιππους
αστυνομικούς. Ήταν μεγαλόσωμος και το έλεγε η καρδιά του, έτσι γρήγορα απόχτησε
φήμη σκληρού ανδρός.
Καθώς λοιπόν παλικάρι, τον μετέθεσαν στο σταθμό των
Μαμωνιών όπου εκεί το έγκλημα ανθούσε ώς συνέπεια της δράσης των Χασαμπουλιών
και των εναπομενόντων συντρόφων και συνεργατών τους.
Ο Χρήστος παντρεύτηκε την Παναγιωτού την κόρη του Αντωνή με
την οποία έκανε δεκατέσσερα παιδιά εκ των οποίων επέζησαν μόνο τα μισά. Μια
κόρη του η μικρότερη η Ευφημία, παντρεύτηκε τον Ζωσιμά Παπάζωσιμά από τη
Σουσκιού, πατέρα του Ανδρέα Παπάζωσιμά, ο οποίος μου διηγήθηκε την ιστορία
αυτή.
Στη Τίμη ζούσε ένας ψυχοπαθής Τουρκοκύπριος τσιφλικάς και
αυτός. Ήταν μεγαλόσωμος, χειροδύναμος με μαυριδερό δέρμα, έτσι τον φώναζαν
Μαύρατσο.
Ήταν κακός άνθρωπος και πίκρης, αδικούσε πολλούς, έδερνε
όποιον τον λοξοκοιτούσε, είχε μια βάναυση συμπεριφορά προς όλους. Οι άνθρωποι
τον φοβούνταν και εναπόθεσαν τις ελπίδες τους για δικαιοσύνη στην αστυνομία.
Όμως αυτός δεν λογάριαζε ούτε αστυνομία, και όταν δυο
φορές δοκίμασαν να τον συλλάβουν, έδειρε τους αστυνομικούς.
Αστυνόμος στο σταθμό της Πάφου ήταν ο Καρεκλάς που σκέφτηκε
πως καλά θα μπορούσε να τον κάνει μόνο ένας πιο πελλός, έτσι φώναξε τον Χρήστο που
είχε νάμι από το σταθμό των Μαμονιών, και τον διέταξε να τον συλλάβει. Όμως
γνωρίζοντας την πελλάρα που είχε κι αυτός, του συνέστησε την προσοχή να τον
φέρει ζωντανό και όχι σκοτωμένο.
Ο Χρήστος πήρε έναν αστυνομικό για βοηθό και έφιπποι με
ένα ακόμα άλογο μετέβησαν στην Τίμη, μπήκαν μες τον καφενέ και ρώτησε ποιος
είναι ο εφέντης Μαύρατσος.
Στη γωνια του καφενέ όπου καθόταν ο λεγάμενος Τούρκος
καπνίζοντας ναργιλέ και πίνοντας καφέ, που τους άκουσε με απύθμενη ανέδεια
πολοήθηκε με μια βρισιά στο στόμα,
-Πεν πε ππεζεβέγκ, εγιώ είμαι, τί θέλεις με;
Ο χρήστος χωρίς να απαντήσει, προχώρησε με ανοιχτές
δρασκελιές κατά πάνω του και με ένα ρόπαλο του έδωσε μια στο κεφάλι και ύστερα
άλλη μια, και όταν έπεσε αιμόφυρτος με ένα ραβδί άρχισε να τον δέρνει αβέρτα.
Τα αίματα πιτούσαν και το πάτωμα βάφτηκε κόκκινο.
Όταν σταμάτησε να σπαρταρά, διέταξε τον βοηθό του και τον
έδεσε χειροπόδαρα, και ύστερα τον φόρτωσαν στο άλογο και ξεκίνησαν για τον
αστυνομικό σταθμό στο Κτήμα. Στο έμπα της πόλης όσοι βλέποντας το αιματοβαμμένο
σώμα μπρούμητα στη ράχη του αλόγου, άρχισαν να μουρμουρίζουν πως είναι πεθαμένος
Και ο αστυνόμος από ψηλά στο μπαλκόνι του αστυνομικού σταθμού βλέποντας το
ακίνητο σώμα το ίδιο πίστεψε, και θυμωμένος έβγαλε μια δυνατή φωνή επίπληξης
προς τον Χρίστο,
-βρε Πελλόγρηστε σου είπα να μου τον φέρεις ζωντανό, όχι πεθαμένο.
Και ο Πελλόγρηστος μειδιώντας, σήκωσε το ραβδί και έδωσε
μια δυνατή βιτσιά στα κολωμέρια του αιχμαλώτου, οπότε αυτός άρχισε να βογκά
δυνατά, σημάδι πως ήταν ζωντανός.
Από εκείνο τον καιρό έμεινε ο Χρήστος με το όνομα
Πελλόγρηστος, παραγκόμι που συνοδεύει μέχρι σήμερα τους απογόνους του.
Ο Χρίστος και η
Παναγιώτα, όταν ήταν 83 και 75 ετών αμφότεροι, καθώς και ακόμα ένας γέροντας, δολοφονήθηκαν
αναίτια ενώ εργάζοντο ένα πρωινό του Αυγούστου του 1958, στα χωράφια τους στα
Μαμώνια από Τούρκους της περιοχής. Σε δημοσιεύματα εφημερίδων της εποχής
αναφέρεται ότι εσφάγησαν και κατακρεουργήθηκαν, και τα κεφάλια τους αποκόπηκαν από
τα σώματα τους.
Προς τιμήν τους η κοινότης των Μαμονιών ανήγειρε μνημείο
στο οποίο αναγράφεται ότι σφαγιάστηκαν από τους Τούρκους το 1958:
ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ
1.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΥΡΙΑΟΥ ΕΤΩΝ 83
2.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥ ΕΤΩΝ 75
3.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΕΤΩΝ 73
ΣΦΑΓΙΑ ΣΤΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ ΤΟ 1958