ΕΤΣΙ ΗΤΑΝ ΤΟ ΓΡΑΦΤΟΝ ΤΗΣ

Ο Αγαθοκλής δεν ήθελε να παντρέψει την κόρη του με εκείνον που αγάπαν, αλλά με έναν πλούσιο χήρο διπλάσιο στα χρόνια της.

Η Γαλατού όμως ήταν αγαπημένη με ένα όμορφο παλικάρι που πήγε στα ξένα να εργαστεί να μαζέψει ριάλια να την παντρευτεί.

Του έγραψε ένα γράμμα και του εξηγούσε πως δεν μπορούσε να αρνηστεί και θα την πάντρευαν με το ζόρι, έτσι έπρεπε να γυρίσει αμέσως από την ξενιτιά και να την κλέψει.

Ο αγαπημένος της όμως ήταν πολύ μακριά και δεν προλάβαινε, έτσι συμφώνησαν να κλεφτούν μετά το γάμο της.

Πάντρεψαν τη Γαλατού με το ζόρι, και σε μια εβδομάδα γύρισε ο καλός της έτοιμος να την κλέψει. Όμως τι δυστυχία, η αγαπημένη του δεν τον ήθελε πλέον. Καθώς κόρη ακόμη, όταν με το σύζυγο της την πρώτη νύχτα του γάμου ευχαριστήθηκε πολύ, αποφάσισε πως ήθελε να ζήσει μαζί του.

Και για δικαιολογία στον εαυτό της και στον παλιό αγαπητικό της, αποφάσισε πως έτσι ήταν το γραφτόν της.

ΜΙΛΛΩΜΕΝΟ

Ο Αντρικκής ήταν σκάπουλλος αλλά έχοντας ανάγκη να ικανοποιεί τις σεξουαλικές του ορέξεις, κάθε τόσο καιρό επισκεπτόταν τις παστρικές στο Κτήμα και έκανε τη δουλειά του. Η ταρίφα ήταν δέκα σελίνια, ήταν η εποχή μετά τον αγώνα τη ΕΟΚΑ και την ανακήρυξη της Κυπριακής δημοκρατίας.

Μια φορά μέσα στη βαρυχειμωνιά, μια νύχτα είχε φοβερές ορέξεις, αλλά στη τσέπη είχε μόνο τρία σελίνια. Εξάλλου χρειαζόταν να πληρώσει ταξί για τη μεταφορά, τα έξοδα ήταν πολλά, ως εκ τούτου αποφάσισε πως μια επίσκεψη στις λεγάμενες ήταν αδύνατη.

Στο χωριό ζούσε μια χήρα φτωχή που για να ανταπεξέρχεται στις οικονομικές της ανάγκες, καμιά φορά δεχόταν επισκέψεις από άνδρες τους οποίους χρέωνε πέντε σελίνια. Ο Αντρικκής σκέφτηκε να της χτυπήσει την πόρτα και να την παρακαλέσει να του κάνει πίστωση.

Αυτό έκανε λοιπόν, αλλά η χήρα του αγνίστηκε και του είπε πως για τέτοιες δουλειές δεν κάνει βερεσέ.

Τι να κάμει ο καημένος, αποφάσισε να πάει σε μια μακρινή του θεια να την παρακαλέσει να τον δανείσει δυο σελίνια.

Πάει το λοιπόν, της χτυπά την πόρτα και της εξηγεί τον πόνο του.

Και η θειά του η καλή που ήθελα να τον βοηθήσει, του λέει

-Αντρίκο έμπα έσσω να σου δώσω δυό σελίνια, αλλά δεν χρειάζεται να τα ξοδέψεις, θα σε βοηθήσω εγώ

Μπήκε ο Αντρίκκος έσσω και η καλή του θεια με πολλή προθυμία τον βοήθησε να βγάλει τον πόνο του.

Έτσι εκείνη τη μέρα έκανε τη δουλειά του τσάμπα και έμεινε ευχαριστημένος, γλύτωσε τα τρία σελίνια, και από πάνω κέρδισε άλλα δύο.

ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Ήταν ένας Γιαννής που δεν ήξερε από θρησκεία, ούτε τον ενδιέφερε και δεν πήγαινε εκκλησία. Αντιθέτως η γυναίκα του ήταν πολύ Θεοφοβούμενη και δεν έχανε λειτουργία ή εσπερινό. Το παράπονο της ήταν πολύ μεγάλο για τον άθεο άνδρα της και όλο του μουρμουρούσε.

Αυτός μια Κυριακή, αποφάσισε να της κάνει το χατίρι να πάνε μαζί στην εκκλησία. Ήταν η πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, η Κυριακή της Ορθοδοξίας που η λειτουργία γινόταν σε ανάμνηση της αναστήλωσης των εικόνων από την αυτοκράτειρα Θεοδώρα. Κατ΄ αυτήν οι πιστοί περιέφεραν τις εικόνες σε λιτή προς δόξαν της αυτοκράτειρας.

Όταν ήρθε η ώρα της λιτής, οι πιστοί έπαιρναν από μια εικόνα Αγίου και ακολουθούσαν τον ιερέα. Όταν ήρθε η σειρά του Γιαννή, οι εικόνες είχαν τελειώσει, τις πήραν όλες. Πάει ο Γιαννής, σβήνει κάτι κεριά από το μανουάλι και το φορτώνεται στον ώμο έτοιμος να ακολουθήσει τους άλλους. Η γυναίκα του βλέποντας τον, γεμάτη ντροπή έτρεξε κοντά του και του έβαλε τις φωνές.

Και ο αθεόφοβος γυρίζει και της λέει,

-καλά ρε γυναίκα, σήμερα βρήκες να με φέρεις στην εκκλησία μέρα που κάνουν μετακόμιση, μέρα που έχω και έναν σφάχτη στο πλευρό;

ΣΑΡΑΝΤΑΠΕΝΤΕ ΓΙΑΝΝΗΔΕΣ ΕΝΟΣ ΚΟΚΟΡΟΥ ΓΝΩΣΗ

Ήταν ένας Χωραίτης δημόσιος υπάλληλος που εξών από σπίτι-δουλειά δεν ήξερε τίποτε άλλο. Μια φορά αποφάσισε να πάει με το αυτοκίνητο του μια εκδρομή μέχρι τον Ακάμα να γνωρίσει κι΄ άλλους τόπους.

Όταν έφτασε μες τες ερημιές συνάντησε ένα βοσκό με το κοπάδι του. Σταμάτησε να ξεμουδιάσει, να κόψει και καμιά κουβέντα μαζί του γιατί είχε βαρεθεί τόσες ώρες οδήγημα μόνος του.

-Πολύ μεγάλο το κοπάδι σου, του λέει.

-ναι, αν βρεις πόσα χτηνά έχω, να σου χαρίσω ένα, απαντά ο βοσκός.

Στην τύχη ο δημόσιος υπάλληλος του λέει, 350.

-Κέρδισες, έμπα στο κοπάδι και διάλεξε όποιο χτηνό θέλεις.

Με χαρά ο άνθρωπος για την ανέλπιστη του τύχη, άρχισε να πασπατεύει τα ζώα να βρει ένα παχουλό να πάρει μαζί του.

Στη πολλή ώρα βρήκε ένα παχουλό, το άρπαξε και το φορτώθηκε να το πάρει στο αυτοκίνητο.

Τότες του λέει ο βοσκός,

-αν βρω ποιο είναι το όνομα σου δέχεσαι να αφήσεις το ζώο και να μην το πάρεις;

-Εντάξει του λέει ο ξένος, σίγουρος πως δεν θα το γνώριζε αφού δεν του το είπε.

-Γιαννής, του λέει

-Μα πως το βρήκες, μάγος είσαι;

-Όχι, αλλά μόνο ένας Γιαννής θα έπαιρνε ένα σκυλί αντί για ρίφι.

ΟΙ ΠΙΤΤΑΚΟΜΕΝΕΣ ΟΡΝΙΘΕΣ

 Ο Φυτής ήταν ένας γραφικός τύπος από την Κάτω Πάφο που με ένα ποδήλατο καθημερινά ανέβαινε στο παζάρι στην Πάνω Πάφο και την άραζε στην ξακουστή ταβέρνα του Σόβου όπου εκεί με φίλους τρωγοπίνοντας περνούσε την ώρα του. Ήταν ένας αγαθός κεβεζές τύπος που ταίριαζε με όλους παντός είδος ανθρώπων.

Στην κάτω Πάφο εκείνη την εποχή υπήρχαν λίγα σπίτια με λιγοστούς κατοίκους. Ήταν χαμηλά χτισμένα με πέτρα και πηλό, με μεγάλες φραχτές περίκλειστες με παπουτσοσυτζιές.

Ο Φυτής στο σπίτι του είχε γουμάδες με όρνιθες αλανιάρες οι οποίες έβοσκαν μέσα στην αυλή, αλλά καμιά φορά πηδούσαν τη φραχτή και έβοσκαν στις αλάνες.

Ο Ευριπίδης ήταν δικολάβος και με ένα rover γυρνούσε όλη την επαρχία για να διεκπεραιώνει τις δουλειές του. Μια μέρα που οδηγούσε στην Κάτω Πάφο περνώντας από το σπίτι του Φυτή, δυο όρνιθες πετάχτηκαν στο δρόμο, δεν πρόλαβε να πατήσει φρένο και τις έκανε πίττα. Ο άνθρωπος τίμιος και ηθικός καθώς ήταν, δεν έπαιξε πελλό να φύγει, αλλά θέλοντας να πληρώσει τη ζημιά κατέβηκε, πήρε τις όρνιθες από τα πόδια και πήγε στο απέναντι σπίτι, χτύπησε την πόρτα και του άνοιξε ο Φυτής.   

-Το σπίτι είναι δικό σου;

-Ναι

-οι όρνιθες στην αυλή είναι δικές σου;

-Ναι

-Αυτές οι όρνιθες είναι δικές σου;

Και του έδειξε τις σκοτωμένες όρνιθες που κρατούσε.

Τις κοίταξε λίγο ο Φυτής, τις περιεργάστηκε, και του απάντησε,

-όχι, εμένα οι όρνιθες μου είναι στρουμπουλές, δεν είναι πιττακομένες.

ΛΟΑΡΚΑΖΕΙΣ ΤΖΙΑΙ ΤΟ ΣΕΡΚΗΝ ΔΙΚΗΓΟΡΟ;

Ο Σέρκης ήταν δικηγόρος στο Κτήμα την εποχή μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Λέγουν οι παλαιότεροι πως έχανε σχεδόν όλες τις δίκες, ως εξ αυτού έμεινε η περιόνυμος φράση «Λοαρκάζεις τζιαι τον Σέρκη δικηγόρο»;

Ένας εκ των υιών του σπούδασε καθηγητής και δίδασκε στο Γμνάσιο της Πάφου. Μια φορά στην τάξη σήκωσε έναν μαθητή να πει το μάθημα. Ήταν ο Χρήστος Φωτιάδης από την Τάλα, ένας κακός μαθητής που ποτέ του δεν διάβαζε. Εκείνη την ημέρα ήξερε το μάθημα, και το είπε φαρσί.

Ο καθηγητής του έκπληκτος, θέλωντας να τον παινέσει του λέει,

-Μπράβο ρε Χρήσο, και μια φορά τα είπες απταίστως, θα σου βάλω 20.

Κολακευμένος και γεμάτος περηφάνια ο καλός μαθητής, με έπαρση και θέλοντας να αντιπαραβάλει τον εαυτό του ως καλό έναντι μοιανού κακού, του απάντησε,

-μα νομίζεις δάσκαλε ότι εν τζι΄ ο Σέρκης δικηγόρος;

Φυσικά δεν ηξερε πως ο καθηγητής ήταν υιός του Σέρκη, ο οποίος κατακόκκινος από θυμό του λέει,

-δεν παίρνεις 20 παίρνεις κούλλουρο.

Κkeshtin: Δεν πληρώνω τα χρωστούμενα, φορώ καπέλο σε κάποιον)

Ο Πούσκας ο ταβερνιάρης ήταν αυστηρός και σφικτός και δεν έδινε βερεσέ. Πάνω στον τοίχο είχε μια ταπέλλα που έγραφε «Πίστωση εις ουδένα». Έξω από το μαγαζί είχε και μια βαρέλα με φουντάνα και πουλούσε πεζίνα με την μπουκάλα.

Πάει μια μέρα ένας πλάκατζιης ο Φορσής, και γεμίζει την μοτορούν του με πεζίνα. Έκατσε και σε ένα τραπέζι να ξεκουραστεί, παράγγειλε και οφτόν κλέφτικον να φάει,

παράγγειλε επίσης μια σαλάτα, με λάι καλό τζιαι μια μιτσιά V.O 31 κονιάκ.

Τρώει, πίννει το Φορσίν,

-φέρε τζιαι ένα Craven A" (τσιγάρα), λαλεί του.

 Ύστερα έκατσε πας τη μοτορού, και ετοιμάστηκε να φύγει.

-Ρε Φορσή που πάεις, χρωστείς 25 σελίνια, φωνάζει ο Πούσκας από τον πάγκο όπου ετοίμαζε τον λογαριασμό.

Τζι’ ο Φορτσής λαλεί του,

-Έκταρες με ρε Πούσκα, τέλος πάντων όμως, γράψε τα, και γίνεται καπνός.

Κάποιος θαμώνας που ήταν εκεί, λέει στον Πούσκα γελώντας

-Αν τον ξαναδείς σφύρα μου. Το κκεshτίν έφας το.

Και είχε βέβαια δίκαιο. Ο Πούσκας ακόμα περιμένει τα χρωστούμενα...

Πέρασαν πολλά χρόνια, και ο Φορτσής άνοιξε ταβέρνα στη Μουττάγιακα. Μια μέρα που έλειπε, πέρασε από το μαγαζί ο Πούσκας με την οικογένεια του που είχε έρθει από την Αυστραλία για διακοπές καθώς είχε μεταναστεύσει μόνιμα, και παράγγειλε μεζέδες για όλους, κονιάκ, μπύρες και σαλάτες. Όταν έφαγαν και έσπασαν, ζήτησε το λογαριασμό, και το γκαρσόνι του είπε 80 ευρώ.

-Που εν ο μάστρος σου, τον ρωτά ο Πούσκας.

-έσιει μια δουλειά τζιαι εν νάρτει, απαντά το γκαρσόνι.

Βγάζει τότε ο Πούσκας από την πούγκα μια τσαλακωμένη και κιτρινισμένη κολλούα 30 χρόνων που έγραφεν «Φορσίν 25 σελίνια» και του λέει

-δώστην του μάστρου σου, εν που τον Πούσκαν πέ του, τζιαι τα ρέστα δικά του.

ΤΑ ΠΟΛΛΑ ΡΙΑΛΙΑ

Ο Λουής ο Τύλληρος από παιδιώθεν του άρεσε να γυρνά στα καφενεία και να κουβεντιάζει με τους μεγαλύτερους του. Ένας αθκιασερός που κουβέντιαζε μαζί του, τακτικά του έλεγε πως στην Αγγλία δεν υπάρχει φτώχεια, και πως τα λεφτά είναι σκορπισμένα στους δρόμους και οι άνθρωποι έχουν τόσα πολλα, που τα κλωτσούν χωρίς να καταδέχονται να σκύψουν να τα πάρουν.

Ο Λουής όντας μικρός και μωροπίστευτος, καθώς τον άκουγε συνέχεια να λέει την ίδια ιστορία, τον πίστεψε και έβαλε σκοπό όταν μεγαλώσει να μεταναστεύσει στην Αγγλία να γίνει πλούσιος.

Πέρασαν τα χρόνια, το παιδίον μεγάλωσε, και ένας θειός του στην Αγγλία του έγβγαλε βίζα να πάει εκεί να εργαστεί. Έκανε οικονομίες και αγόρασε ένα εισητήριο, μπήκε σε ένα σιδερένιο πλοίο και το μεγάλο ταξίδι ξεκίνησε.

Έφτασε λοιπόν ο Λούης στην Αγγλία, και καθώς εγωιστής δεν γύρεψε βοήθεια από το θείο του καθώς νόμιζε πως θα έβρισκε αμέσως εργασία με πολλά χρήματα, τόσα που δεν θα μπορούσε εύκολα να τα ξοδέψει. Ήθελε πρώτα να αποκατασταθεί, και μετά να επισκεφτεί το θείο του, να του αποδείξει τοιουτοτρόπως την αξίωσύνη του.

Κατέβηκε από το πλοίο και πήρε το δρόμο για την πόλη με σκοπό να βρει αμέσως δουλειά, να πάρει αμέσως χρήματα, να αγοράσει δώρα για το θειό του, και ύστερα να πάει να τον επισκεφτεί.

Στο δρόμο που επήγαινε, είδε κάτω στο δρόμο ένα πορτοφόλι. Μέσα του σκέφτηκε πως είχε δίκαιο ο χωριανός του που του έλεγε πως οι δρόμοι του Λονδίνου ήταν σπαρμένεοι χρήματα.

Αντί να σκύψει να πάρει το πορτοφόλι, ο Λουής του έδωσε μια κλωτσιά  και συνέχισε αδιάφορος το δρόμο του καθώς ήξερε πως θα έβρισκε παντού χρήματα όπως του είπε ο φίλος του. Σιγά λοιπόν, μην σκυψει χάμω να πάρει ένα πορτοφόλι με λίγες λίρες αφού όπου θα επήγαινε θα έβρισκε πολλές.

Περπάτησε ώρες πολλές, ρώτησε παντού, δουλειά γιόκ. Πέρασε το πρωινό, πέρασε το μεσημέρι, ήρθε το δείλι, άρχισε να σκούζει η κοιλιά του από την πείνα.

Αφού είδε και απόειδε, κατάλαβε πως οι κουβέντες του φίλου του ήταν όλα ψεύτικες. Νευρίασε με τον εαυτό του για την αφέλεια του, ακόμη θύμωσε περισσότερο για τη μεγάλη του βλακεία που δεν μάζεψε το πορτοφόλι. Έτσι αποκαρδιωμένος και στεναχωρεμένος, μπήκε σε ένα τηλεφωνικό θάλαμο και τηλεφώνησε του θειού του.  

ΤΟ ΠΕΛΛΟΑΝΤΡΙΚΟΥΙΝ

Ο Αντρίκος ήταν αλαφρός, αλλά κεβεζές. Γυρνούσε στα καφενεία των χωριών και γνωστός σε όλους για τα καμώματα του, οι θαμώνες τον φώναζαν να τους χορέψει και να τους τραγουδήσει. Αυτός τους τραγουδούσε το «Μιάου ρε γατούλα» κουνώντας το κορμί του σκέρτσα όπως την Αλίκη Βουγιουκλάκη στη γνωστή ταινία. Ήξερε ακόμα να παριστάνει τον γάιδαρο που αγκάνιζε και πορτοκλωτσούσε. Οι θαμώνες του έριχναν πακκίρες που ήταν η πληρωμή του.

Μια μέρα περπατούσε στο Κτήμα και στο δρόμο για το παζάρι συνομιλούσε και αστειευόταν με τους μαγαζάτορες. Όταν έφτασε έξω από το μαγαζί του Λετυμπιώτη του γνωστού υφασματέμπορου, ο Κουκουμάς από απέναντι που είχε ρολογάδικο, του ζήτησε να τους μιμηθεί τον γάιδαρο και να τον πληρώσουν. Ο Αντρίκος αρνήθηκε γιατί τους είπε θα εμπόδιζε την κυκλοφορία και θα τον έγραφε η αστυνομία.

Ο Κόκος που ήθελε να κάνει χάζι, του είπε να έρθει μέσα στο μαγαζί και να κάνει τον γάιδαρο. Ο Αντρίκος δέχτηκε και με γειτόνους μαγαζάτορες και άλλους περαστούς, εισήλθαν εντός του καταστήματος για την παράσταση.

Ο Αντρίκος αρχίνησε να χλιμιντρίζει, να αγκανίζει και να βαρά κλωτσιές πισινές. Όταν τέλειωσε, ο Κόκος δεν έμεινε ευχαριστημένος και τον κάλεσε να ξανακάνει το ίδιο.

Αρχίνησε ο καημένος από την αρχή, αλλά πάλι ο Κόκος δεν ευχαριστήθηκε.

Νευριασμένος ο Αντρίκος αλλά θέλοντας τις πακκίρες, άρχισε πάλι να αγκανίζει και να πορτοκλωτσά. Αλλά καθώς εκνευρισμένος με δύναμη έδωσε την κλωτσιά προς τα πίσω, έφυγε το παπούτσι από το πόδι του και με δύναμη χτύπησε στη βιτρίνα με τα ρολόγια και άλλα αξεσουάρ που ήταν μέσα. Τα τζάμια διαλύθηκαν και όλα σκόρπισαν στο πάτωμα και έξω στο δρόμο.

-Ρε γάρε, τι έκαμες; Φώναζε ο ρολογάς.

Αλλά ο Αντρίκος δεν άκουγε καθώς στην αναμπουμπούλα επάνω τη σκαπούλαρε με τρόπο.

Όλοι οι γειτόνοι βάλθηκαν να βοηθήσουν τον Κόκο να περιμαζέψει τα τιμαλφή, και όταν τέλειωσαν με στωικότητα ξαναλέει ο Κόκος,

-ποιος εν ο γάρος ,ο Αντρίκος όξα εγιώ που έβαλα έναν πελλόν να κάμνει τον γάρο;


ΥΓ. Το Αντρικούϊ πέθανε το 2012 στη Λάρνακα και κηδεύτηκε στην Κακοπετριά.


Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΗΣ ΡΟΘΕΑΣ

Τα παλιά χρόνια στα χωριά όταν ο σύζυγος είχε συνηθισμένο όνομα ή επίθετο και ειδικά στους σώγαμπρους που έφερναν από άλλα χωριά, τους ονομάτιζαν με ένα παραγκόμι, ή χρησιμοποιούσαν το όνομα της συζύγου τους για αναγνώριση τους, π.χ. ο Χρήστος της Ρωθέας.

Ο Χρήστος ήρθε ως σώγαμπρος στη Χλώρακα και παντρεύτηκε τη Ρωθέα του Μαρτέζου. Όταν κάποιος ήθελε να τον συναφέρει, τον ονομάτιζε ο Χρήστος της Ρωθέας καθώς το όνομα της ήταν σπάνιο και εύκολα αναγνωρίσιμο.

Τον καιρό της ΕΟΚΑ οι Άγγλοι στρατιώτες όποτε είχε κέρφιου συνελάμβαναν όλους τους άνδρες και με τα χέρια ψηλά τροχάδιν, τους οδηγούσαν στο καφενείο του Τταπάκη και τους ανέκριναν. Στο δρόμο προς το καφενείο υπήρχαν περίπολοι, και με τα υποκόπανα των ντουφεκιών τους οι στρατιώτες, βαρούσαν αβέρτα τους καημένους αιχμαλώτους.

Έτσι όσο πιο μακριά από το καφενείο ήταν το σπίτι κάποιου αιχμαλώτου, τόσες περισσότερες ξυλιές έτρωγε στη ράχη, στα χέρια και στο κεφάλι.

Το σπίτι του Χρήστου της Ρωθέας ήταν έξω από το χωριό, και έτσι κάθε κέρφιου έτρωγε περισσότερες ξυλιές από τους άλλους.

Τα κέρφιου ήταν συχνά και ο Χρήστος για να γλυτώνει λίγες ξυλιές την κάθε φορά, μετά την πρώτη περίπολο που υποχρεωτικά τις έτρωγε, στη δεύτερη και σε όλες τις υπόλοιπες μιλώντας Αγγλικά καθώς είχε υπηρετήσει στο Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και γνώριζε τη γλώσσα, τους φώναζε δυνατά μην μας βαράτε, μας βάρεσαν οι προηγούμενοι.

Έτσι με αυτό τον τρόπο, κάποιες φορές οι Εγγλέζοι δεν τους χτυπούσαν.


ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ

Ο ΣΙΕΗΤΤΑΝ ΓΡΗΣΤΟΣ

Ο Γρήστος του Κωνστάντινου ήταν πονηρός και σιεηττάνης, έτσι του κόλλησαν το παρατσούκλι Σιεηττάν Γρήστος. Ρέντευε τα χωράφια του και το προϊόντα που παρήγαγε τα φόρτωνε στο γαϊδουράκι του και τα μετέφερε στη παλιά αγορά της Πάφου όπου τα πωλούσε λιανικώς ο ίδιος. Ήταν ένα παλιό μεγάλο κτίριο όπου ο κάθε μανάβης όριζε υπό ενοίκιο ένα πάγκο που πάνω τοποθετούσε τα προς πώληση οπωρικά του. Από το χάραμα του φου κατελάμβαναν τα πόστα τους, και είχαν δικαίωμα να πωλούν μέχρι η ώρα μία μετά το μεσημέρι.

Ήταν Σάββατο η ώρα μία και ο Γρήστος είχε μισή κάσα πομυλόρκα απούλητα. Ετοιμαζόταν να μαζέψει τα συμπράγκαλα του να σχολάσει, όταν ένας βρακάς που περίμενε την τελευταία στιγμή να ψωνίσει για να έχει τη δυνατότητα να παζαρέψει, πλησίασε στον πάγκο και ρώτησε πόσα θέλει το μισό κασόνι ντομάτες.

-Δεκατέσσερις πακκίρες, του λέει ο Γρήστος.

Παζάρι ο βρακάς, ζήτησε να του κόψει θκυο πακκίρες.

Ο Γρήστος δέχτηκε αλλά σιεηττάνης καθώς ήταν, ενώ έβαζε τις ντομάτες στο ζεμπίλι του χωριάτη βρακά, τάχατες μονολογώντας λέει,

-Δεκαέξι μπακίρες που ζήτησα είναι πολλές και με παζαρεύεις, φίλε μου;

Και ο βρακάς συγχυσμένος του απαντά,

-μα αφού συμφωνήσαμε να μου κόψεις θκυο πακκίρες, τώρα γιατί μου λαλείς άλλα;

Και ο Γρήστος μειδιώντας από μέσα του για να μην προδοθεί του λέει,

-άτε γέρο, δώσμου δεκατέσσερις πακκίρες και λάμνε στο καλό.

Και ο γέρο βρακάς του έδωσε δεκατέσσερις πακκίρες για τα πομηλόρκα.


ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ

Ο ΣΙΑΗΛΟΣ

Ο Σιάηλος υπήρξε αληθινό πρόσωπο που έζησε κατά την περίοδο του μεσοπολέμου και στα πρώτα χρόνια της ιδρύσεως της Κυπριακής δημοκρατίας στο χωριό της Έμπας. Ήταν γυρολόγος και μάζευε κυρίως άδεια ποτσιά από μπογιές παπουτσιών και τα μεταπωλούσε.

Γυρνούσε τις γειτονιές και φώναζε,

-ποτσιά της πογιάς αγοράζω κόρη κοπελλούες.

Πολλές κοπελλούες από λύπηση του έδιναν τα μεταχειρισμένα μπουκάλια και ποτσούθκια δωρεάν.

Ήταν ένας γραφικός τύπος καμπούρης με ένα ραβδί που χρησιμοποιούσε ως αποκούμπι για να στηρίζει το βάρος του σώματος του που έγερνε μπροστά. Πάντα σκυφτός με μια σακούλα στον ώμο φάνταζε φιγούρα από βιβλίο να ξεχωρίζει από μακριά μέσα σε ζέστη ή κρύο, καθημερινά να βαδίζει αργά ροβολώντας προς τη Χλώρακα.

Τα μικρά παιδιά έτρεχαν τριγύρω του και τον περίπαιζαν, αλλά αυτός μειλίχια τους μειδιούσε και τους μιλούσε.

Ήταν έσχατος της κοινωνίας μιας εποχής όπου οι περισσότεροι άνθρωποι ζούσαν σε ανέχεια και ο καθένας προσπαθούσε να προσαρμοστεί στα δεδομένα εκείνου του καιρού, έτσι και ο ίδιος ζώντας σε έναν εφιάλτη κοινωνικής απομόνωσης, προσπαθούσε να προστατευτεί με τον τρόπο του και να δημιουργήσει μια διαφορετική λογική επαφής με την πραγματικότητα.

Διαμορφώνοντας τοιουτοτρόπως έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα δικής του σοφίας, συνομιλούσε και αστειευόταν με τα μικρά παιδιά και τις νοικοκυρές, ενώ απέφευγε τους άλλους. Γύριζε με τη σακούλα στον ώμο και εμπορευόταν μεταχειρισμένα υαλικά προϊόντα. Με αδυναμία στις κοπελλούες, προσπαθούσε να πιάνει κουβέντα μαζί τους και να είναι πάντα υποψήφιος γαμπρός. Και οι κοπελλούες τον περίπαιζαν και έσπαγαν  πλάκα μαζί του. Και αυτός μωροπίστευτος προσδοκούσε πως κάποια από αυτές θα τον παντρευόταν.

Ώσπου στο τέλος αφού είδε και αποείδε, παντρεύτηκε μια γριά που του προξένεψαν.

Ήταν μια γριά γεροντοκόρη που είχε περάσει τα εξήντα η καημένη, αλλά δεν είχε παύσει να περιμένει έναν γαμπρό. Τον περίμενε με μια ελπίδα και κάθε βράδυ στην προσευχή της παρακαλούσε το θεό να της στείλει έναν, όποιον και νάναι. Είχε βάλει σκοπό της πριν πεθάνει να παντρευτεί. Ήξερε πως όπως ο νυμφίος ήρθε εν τω μέσω της νυχτός, μπορούσε και γι΄αυτήν να έρθει οποιαδήποτε στιγμή. Πρωί, μέρα μεσημέρι, νύχτα ή ξημερώματα.

Έτσι την καλή εκείνη μέρα που η προξενήτρα την επισκέφτηκε και της είπε πως

σκέφτηκε τον Σιάηλο για άντρα της, αυτή αμέσως δέχτηκε, και της έταξε μπαξίσι αν τέλειωνε τη δουλειά.

Την παντρεύτηκε ο Σιάηλος, αλλά για να τη ζήσει δεν αρκούσαν τα εισοδήματα από τα κέρδη του επαγγέλματος του. Έτσι καθώς γύριζε τα χωριά αγοράζοντας τα άδεια ποτσούθκια από τις μπογιές παπουτσιών ΣΤΕΜΜΑ για να τα μεταπωλήσει, από όποιο χωράφι περνούσε, έκοβε και λίγα οπωρικά.

Πολλοί περβολάρηδες όταν τον έβρισκαν μέσα στα χωράφια τους να κοκκολογά, δεν του θύμωναν γιατί ήξεραν την φτώχεια του.

 

Μια φορά ενώ βάκλιζε καρύδια σε ένα ξένο χωράφι, πέρασε ένας περαστός και τον ρώτησε πως κατάφερε να είναι τόσο μεγάλα, και αν μπορούσε να δοκιμάσει ένα. Και ο αθεόφοβος του λέει,

-Ά φίλε μου, βάζω τους πολλήν κόπριν τζιαι νερό, γι’ αυτό είναι τόσο μεγάλα. Μάζεψε όσα θέλεις φίλε μου, πάρε τζι΄ έσσω να φαν τα μωρά.

Ο ΠΑΝΟΥΡΓΟΣ ΠΙΤΣΙΡΙΚΑΣ

«Βράχια ή Βράχος ή Πλαγιαστή» είναι μια θάλασσα στη Χλώρακα ανάμεσα της «Αλικής» και του «Πηλού», δυο άλλες θάλασσες. Είναι επικίνδυνη και τρικυμιώδης με ψηλούς γκρεμούς από θεόρατα βράχια εκ των οποίων πολλά κύλισαν εντός της θάλασσας από τους σεισμούς και τις κατολισθήσεις στο πέρασμα των αιώνων.

Είναι συνεχώς τρικυμισμένη με επικίνδυνα ρεύματα, ώστε οι άνθρωποι την αποφεύγουν. Όταν όμως κατά καιρούς ήταν ησυχασμένη, όλοι οι ψαράδες κατέκλυζαν τις ακτές και ψάρευαν καθώς ένεκα της μορφολογίας του βυθού, τα ψάρια ήταν εύγεστα και περιζήτητα.

Ο Κυριάκος ο Μαυρονικόλας ήταν ίσαμε είκοσι χρονών παλληκάρι  και περνιόταν ο καλύτερος ψαράς με ψαροντούφεκο και με δυναμίτη.

Ο Κουρρούσιης ήταν δεκατεσσάρων χρόνων και ήταν δεινός κολυμβητής και ψαράς, μαθητευόμενος του πρώτου.

Ήταν μια καλοκαιρινή μέρα και η θάλασσα στα Βράχια ήταν γαληνεμένη και τα κρυστάλλινα νερά πεντακάθαρα. Τα κίτρινα φύκια βλαστημένα στο βυθό ανασηκωμένα προς τον ήλιο, έμοιαζαν όμορφα σαν δάσος και ανάμεσα τους τα ψάρια κολυμπούσαν ψάχνοντας την τροφή τους. Ο Κουρούσιης σαν μικρό παιδί που άλλη δουλειά δεν είχε από το να τριγυρνάει τις ακρογιαλιές, λιαζόταν με το σώβρακο ξαπλωμένος πάνω στα χλωρά μαλακά φύκια σε μια μεγάλη λεία πέτρα που ξεσκεπάστηκε από τα νερά καθώς αυτά είχαν υποχωρήσει από την άμπωτη. Σε μια στιγμή που ανασηκώθηκε, είδε δίπλα του μέσα στη θάλασσα ένα μεγάλο αλάγι από θεόρατους σορκούς. Σηκώθηκε μεμιάς και έμεινε να τους παρακολουθεί στεναχωρημένος καθώς μικρό παιδί δεν είχε μαζί του ένα δυναμίτη να τους ρίξει.

Όμως η τύχη του ήταν μεγάλη γιατί απέναντι πάνω ψηλά στον γκρεμό είδε τον Κυριάκο να στέκει και να αγναντεύει τον ορίζοντα. Ήξερε πως πάντα κουβαλούσε ένα δυναμίτη μαζί του, έτσι του έβαλε μια φωνή και με νοήματα του έδειξε πως στο γιαλό υπήρχαν ψάρια.

Έτρεξε ο Κυριάκος, είδε τα ψάρια και έριξε το δυναμίτη. Η θάλασσα γέμισε πεθαμένα ψάρια που αστραποβολούσαν ασημένια από το φως του ήλιου. Και ο Κουρούσιης δεινός στο κολύμπι και στο μακροβούτι, έπεσε στη θάλασσα και άρχισε να τα μαζεύει.

Ύστερα ο Κυριάκος έβγαλε μια σακούλα που κουβαλούσε πάντα στη τσέπη του και τα έβαλε μέσα. Η σακούλα γέμισε και ξεχείλισε. Άμα τέλειωσε γύρισε και είπε στον μικρό βουτηχτή,

-πάρε και συ δυο-τρία ψάρια να σου τηγανίσει η μάνα σου.

Ύστερα φορτώθηκε τη σακούλα και κίνησε για το χωριό.

Το μικρόν παιδί τον άφησε να απομακρυνθεί, και με ένα μειδίαμα ετοιμάστηκε να ξαναβουτήξει.

ήταν ένα έξυπνο παιδί, παμπόνηρος και πανούργος. Ήξερε τον δάσκαλο του καλά, και περιμένοντας την αντίδραση του, στο μάζεμα των ψαριών κάθε ένα που έβγαζε έξω, έριχνε άλλα δύο σε μια πλατιά σχισμή μέσα στη θάλασσα.

Όταν τέλειωσε γέμισε άλλες δυο σακούλες και με κόπο τις φορτώθηκε και τις κουβάλησε στο σπίτι του.

ΤΑ ΚΡΟΜΜΥΘΚΙΑ

Ο Γρήστος του Κωστάντινου με τον Γιωρκή του Πενταρά, κάτω στη θάλασσα φύτεψαν φουμουσιάρικα ένα χωράφι κρεμμύδια. Τα πότιζαν, τα βοτάνιζαν, έκαναν μια καλή σοδειά και ήρθε η ώρα της συγκομιδής.

Όλοι μαζί οικογενειακώς συν γυναιξί και τέκνοις, άρχισαν την εκρίζωση και το στοίβαγμα σε σωρούς μέσα στο χωράφι. Ύστερα από μια βδομάδα που αποξεράθηκαν τα φύλλα, άρχισαν να τα καθαρίζουν και να τα ρίχνουν σε συρίζες πάνω σε δυο γαϊδάρους, που ο Γρήστος οδηγούσε στο χωριό στην αυλή του σπιτιού του και τα τοποθετούσε σε δυο γουνάρια για τη μοιρασιά.

Ο Γρήστος ήταν ξακουστός για την πονηράδα του, έτσι έσκαψε ένα ξέβαθο λάκκο μέσα στη γη και αφού αυτός γέμισε με τα κρεμμύδια, τα υπόλοιπα σχημάτισαν ένα γουνάρι πάνω από τη γη.

Όταν τέλειωσε η μεταφορά και ήρθε η ώρα της μοιρασιάς, ο Γρήστος μεγαλόψυχα, λέει στον Γιωρκή,

-φίλε μου επειδή σε αγαπώ και σε εκτιμώ, εσύ να πάρεις αυτό το γουνάρι που είναι μεγαλύτερο από το άλλο.

Ο Γιωρκής ξακουστός για την εξυπνάδα που είχε του απαντά,

-φίλε μου σε ευχαριστώ για τη γενναιοδωρία σου, δέχομαι με πολλή ευχαρίστηση, αλλά θα πάρω επίσης και το άλλο γουνάρι που είναι στο χώμα κάτω από το γουνάρι σου.

ΖΕΞΕ ΤΖΙ΄ ΕΡΚΟΥΜΑΙ

Ο Ρωτσής, μια φορά είπε στη γυναίκα του να ζέξει τα βόδια κι’ έρχεται να τα πάρει να οργώσει το χωράφι. Η γυναίκα του υπάκουη, πήγε στο σταύλο να τα ζέξει.

Εκείνη τη στιγμή μπήκαν στο σπίτι δυο αστυνομικοί και τον συνέλαβαν για ένα μικρό παράπτωμα να τον πάρουν στο σταθμό να δώσεις ξηγήσεις, του είπαν.

-Γυναίκα, της λέει, μην τα ξεζέψεις και έρχομαι γρήγορα πίσω.

Τον πήραν, αλλά τον κράτησαν στα κρατητήρια τρεις ημέρες. Η γυναίκα του όμως καθώς ήταν λίγο ελαφριά στο νου, άφησε τα βόδια ζεμένα μέχρι την επιστροφή του. Εκτοτε παρέμεινε η φράση να λεγεται για καποιον που υποσχόταν να παει κάπου και να επιστρέψει σε λιγο, ενω δεν επέστρεφε. 

Θα μπορούσε να είχε συμβεί κάτι χειρότερο

Ο Σοφός εκνεύριζε συνεχώς τους φίλους του με την αιώνια αισιοδοξία του. Όσο άσχημη κι αν ήταν μια κατάσταση, εκείνος έλεγε πάντοτε, 
-Θα μπορούσε να είχε συμβεί κάτι χειρότερο.
Για να τον θεραπεύσουν από αυτή του την ενοχλητική συνήθεια οι φίλοι του αποφάσισαν να του στήσουν μια κατάσταση τόσο μαύρη, τόσο ζοφερή, που να μην μπορούσε  να βρει καμία ελπίδα σ' αυτήν. Μια μέρα ένας απ' αυτούς τον πλησίασε και του είπε,
- Άκουσες τι συνέβη στο φίλο μας το Γιώργο; Χθες βράδυ, πήγε στο σπίτι του, βρήκε τη γυναίκα του στο κρεβάτι με έναν άλλο άντρα, τους σκότωσε και τους δύο κι ύστερα αυτοκτόνησε.
-Τρομερό, θα μπορούσε όμως να είχε συμβεί κάτι χειρότερο, απάντησε ο Σοφός
-Μα τι θα μπορούσε να είχε συμβεί, που να ήταν χειρότερο; Μένουν απορημένοι οι φίλοι του.
-Αν είχε συμβεί αυτό προχθές, τώρα θα μπορούσα να είμαι εγώ ο σκοτωμένος. Τους απαντάει εκείνος. 

Η αλήθεια

Μία ομάδα αναζητητών της Αλήθειας, επισκέφτηκε το Σοφό  για να ακούσει τη διδασκαλία του. 
-Αν θέλετε να μάθετε για την Αλήθεια, θα πρέπει να το πληρώσετε ακριβά. Τους λέει εκείνος,
-Και γιατί θα πρέπει να πληρώσουμε ακριβά για να μάθουμε κάτι σαν την Αλήθεια, τον ρώτησαν.
-Δεν έχετε προσέξει ότι η σπανιότητα ενός πράγματος είναι που καθορίζει την τιμή του; Τους απαντάει εκείνος.

Κυνηγώντας δύο και τρείς λαγούς ταυτόχρονα

Ήταν ένας που εξελέγη σαν Κοινοτικός Σύμβουλος, ύστερα εξελέγη σε ακόμα μια θέση, και σκέφτηκε να διεκδικήσει και τρίτη θέση. Επισκέφτηκε το Σοφό και ζήτησε τη γνώμη του.
-Θα ήθελα να αποχτήσω ακόμα μια θέση αφού δεν ικανοποιούμε με αυτές που έχω, και ο κόσμος με ψηφίζει, του λέει

Ο Σοφός του αποκρίνεται,- ο κυνηγός που κυνηγά δύο λαγούς ταυτοχρόνως τελικά δεν θα πιάσει κανέναν, πόσο μάλλον να κυνηγά τρείς.

Όταν κάποιος προσβάλλει κάποιον, οι προσβολές γυρίζουν σε αυτόν

Κάποτε ο Σοφός ήταν εκλελεγμένος πρόεδρος. Μια φορά όταν είχε εκλογές, ένας μορφωμένος νέος με πολλά πτυχία αποφάσισε να τον καλέσει σε αναμέτρηση στην τηλεόραση και να νικήσει τον Σοφό που δεν είχε πτυχία και έτσι να κερδίσει τη συμπάθεια και την ψήφο των πολιτών. Μαζί με την καταπληχτική του ρητορική, είχε το ταλέντο να εντοπίζει τις αδυναμίες του αντιπάλου του. Περίμενε πάντα τον αντίπαλο να μιλήσει πρώτος αποκαλύπτοντας έτσι τα αδύνατα του σημεία, και μετά του επιτιθότανε ανελέητα και με τον τρομερό λόγο που είχε, κανείς δεν μπορούσε να αντέξει μαζί του. Δέχτηκε ο πρόεδρος την πρόκληση, και βγήκανε ενώπιον των πολιτών για ένα ντιπειτ. Καθώς πήραν τις θέσεις τους, ο νεαρός πολιτικός άρχισε να προκαλεί και να προσβάλλει βάναυσα τον Σοφό, λέγοντας του συνέχεια για τα πολλά σκάνδαλα που πέτυχε στη διακυβέρνηση του. Ο Σοφός παρέμενε ατάραχος και ακίνητος για πολλές ώρες να τον ακούει αφήνοντας τον να εκτίθεται ο ίδιος, μέχρι που τελικά ο νεαρός πολιτικάντης εξουθενώθηκε και αναγνωρίζοντας την ήττα του, αποχώρησε. Όταν ο δημοσιογράφος ρώτησε το Σοφό πως άντεξε τόσες προσβολές, αυτός απάντησε,

-Εάν κάποιος σου προσφέρει ένα δώρο, κι εσύ αρνηθείς να το δεχτείς, σε ποιόν ανήκει το δώρο;

Οι άνθρωποι είναι φτιαγμένοι από χώμα

Ήταν ένας ασήμαντος άνθρωπος πολύ λυπημένος και μονολογούσε.
-πόσο δυστυχισμένος είμαι, άλλοι άνθρωποι είναι τόσο μεγάλοι και τρανοί, έχουν μεγάλες θέσεις  και εγώ είμαι τόσο μικρός και ασήμαντος,  γιατί να είναι η ζωή τόσο σκληρή;
Ο Σοφός που βρισκόταν εκεί κοντά, τον άκουσε και αποφάσισε να του απαντήσει,
-Τα λες αυτά διότι δεν έχεις κατανοήσει την πραγματική σου φύση. Νομίζεις ότι είσαι ένας άνθρωπος και νομίζεις ότι είσαι μικρός και ασήμαντος, ενώ στην πραγματικότητα δεν είσαι τίποτα από τα δύο»
Ξαφνιασμένος ο ανθρωπάκος όλο απορία ερωτά,
-Πως; Δεν είμαι άνθρωπος; Μα δεν βλέπεις; Περπατώ, μιλώ, συμπεριφέρομαι σαν άνθρωπος, είμαι άνθρωπος.
Με ηρεμία ο Σοφός αποκρίνεται,

-Αυτό που αποκαλείς άνθρωπο δεν είναι τίποτε άλλο από μια προσωρινή μορφή σου. Στην πραγματικότητα, δεν είσαι τίποτε άλλο παρά χώμα. Όταν κατανοήσεις την βάση της φύσης σου, θα απαλλαχτείς από την μιζέρια σου και θα δεις ότι εγώ είμαι εσύ, εσύ είσαι εγώ, και οι δύο είμαστε κομμάτι του ιδίου Όλου.

Ο Πρόεδρος της Κυπριακής Βουλής και η προδοσία

Ρώτησε ένας το Σοφό να του πει τη γνώμη του και αν ονομάζεται αποστασία και προδοσία η στάση του Βουλευτή Ζαχαρία Κουλία σε σχέση με τη ψήφο του που αντί στο κόμμα του για την εκλογή προέδρου της βουλής, την έδωσε σε άλλο κόμμα που είχε αποτελεσμα να εκλεγεί ο άλλος.

-Στην Κύπροόταν κάποιος έρχεται στο δικό μας κόμμα από άλλο κόμμα τον ονομάζουμε Πατριώτη, όταν φεύγει από το κόμμα μας, τον ονομάζουμε προδότη, του λέει.

Όχι νεκρός ακόμα

 Κάποιος ρώτησε το Σοφό άνθρωπο,
-τι συμβαίνει σ’ ένα σοφό άνθρωπο, μετά θάνατον;
-Πως να ξέρω;
αποκρίθηκε ο Σοφός.
-Επειδή είσαι σοφός,
απάντησε ο άλλος.
-Αλλά όχι νεκρός Σοφός ακόμα,
αποκρίθηκε ο Σοφός.

Ο Φιλόσοφος


Ένας ονομαστός επιστήμονας και στοχαστής φίλος του Σοφού, ήταν πλήρης αδιάφορος για τη διαφορά που υπάρχει μεταξύ των σημαντικών και ασήμαντων ανθρώπων. Με όλους που τον επισκέπτονταν η συμπεριφορά του ήταν ίδια, απλή και ανιδιοτελής. Αυτό έφερνε σε σκέψεις τον Σοφό άνθρωπο  που ήξερε ότι ο φίλος του κάνει κακό στον εαυτό του αγνοώντας μερικούς ανθρώπους που θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν στην απόκτηση υλικών αγαθών και υψηλού πόστου.
- Τελικά τίποτα καλό δεν πρόκειται να γίνει με σένα, είπε στο φίλο του, θα μείνεις φιλόσοφος όλη σου τη ζωή.
- Και τι είναι φιλόσοφος κατά τη γνώμη σου, με περιέργεια ρώτησε ο φίλος τον Σοφό.
- Φιλόσοφος είναι ένας βλάκας ο οποίος προσπαθεί όλη τη ζωή του για να μιλάνε για αυτόν μετά το θάνατό του

Αυθαίρετα συμπεράσματα

Ο Σοφός είπε στον νεαρό την ιστορία για έναν βασιλιά που περνούσε με την συνοδεία του του μέσα από μια μικρή πολιτεία και πρόσεξε τα αποτελέσματα μιας εντυπωσιακά εύστοχης σκοποβολής. Ζωγραφισμένοι πάνω στα δέντρα, φράχτες και τοίχους, ήταν στόχοι - κύκλοι που έδειχναν πως χτυπήθηκαν ακριβώς στο κέντρο. Ο βασιλιάς διέταξε να φέρουν κοντά του τον σκοπευτή. Ήταν ένα δεκάχρονο αγόρι.
-Αδύνατον! φώναξε ο βασιλιάς, Πώς το κατάφερες;
-Πολύ απλά, απάντησε το παιδί, πρώτα ρίχνω και μετά ζωγραφίζω τους κύκλους.

Ύστερα ο Σοφός συμπλήρωσε: 
-Εσύ δεν ακούς για να γνωρίζεις κάτι καινούριο, αλλά για να βρεις επιβεβαίωση στις σκέψεις σου. Εσύ λογομαχείς όχι για να βρεις την αλήθεια, αλλά για να υπερασπίζεις τις πεποιθήσεις σου.
-Το ίδιο όπως κάνει το παιδί με τους στόχους, και εσύ πρώτα βγάζεις αυθαίρετα συμπεράσματα και μετά ανεγείρεις γύρο τους το τελικό αποτελεσμα. Ακριβώς έτσι δημιούργησες την ιδεολογία σου και τη θρησκεία σου.

Υπάρχει Θεός

- Υπάρχει Θεός; ρώτησε ο Σοφός κάποιους νεαρούς.
- Ναι, φωνάξανε όλοι οι νεαροί.
-Λάθος απάντηση, είπε ο Σοφός.
- Όχι, ξαναφωνάξανε οι νεαροί.
- Ξανά λάθος απάντηση, είπε ο Σοφός.
-Τότε ποια είναι η απάντηση, ρωτήσανε με απορία οι νεαροί.
-Απάντηση δεν υπάρχει.
- Γιατί;
-Διότι δεν υπάρχει ερώτηση. Δεν ξέρουμε τίποτα για τον Θεό, είναι εκτός ορίων της κατανόησής μας. Πώς μπορούμε να ρωτάμε για Αυτόν.

Συμπέρασμα: Υπάρχει Θεός, αλλά είναι άγνωστος.

ΕΠΑΡΣΗ ΚΑΙ ΕΓΩΙΣΜΟΣ

Αυτός που έχει έπαρση, εγωισμό και περισσότερη απο ότι πρεπει υπερηφάνεια για την διάνοιά του, μοιάζει με τον φυλακισμένο που είναι υπερήφανος που έχει μεγάλο κελί.

Η παρούσα στιγμή

Ένας πολεμιστής αιχμαλωτίστηκε από τους εχθρούς του και φυλακίστηκε. Εκείνη τη νύχτα, δε μπορούσε να κοιμηθεί, φοβούμενος ότι την επόμενη μέρα ίσως να τον ανακρίνουν, να τον βασανίσουν και τελικά να τον εκτελέσουν. Μα, εκείνη τη στιγμή θυμήθηκε τα λόγια του Σοφου ανθρωπου που του ειχε πει:
-Το αύριο δεν είναι πραγματικό. Είναι μια ψευδαίσθηση. Η μόνη πραγματικότητα είναι το τώρα.
Θυμούμενος αυτά τα λόγια, γαλήνεψε και κοιμήθηκε.