Ο ΚΕΝΤΙΚΕΛΕΝΗΣ

Η λέξη κεντικελένης προέρχεται από τις Τούρκικες λέξεις GİTMEK+GELİYORUM που σημαίνει πάει και έρχεται, και εννοεί όποιον δεν έχει σταθερότητα στις σκέψεις του και στις πράξεις του. Στη Κυπριακή διάλεκτο εννοούμε τον άνθρωπο που είναι ασταθής, άξεστος, αμόρφωτος, αλήτης.

Το 1860 στο Δάλι ζούσε ο Νικόλας ένας τέτοιος άνθρωπος, και για να τον ξεχωρίζουν από τους άλλους Νικόλες τους καλούς, τον συνάφερναν Νικολό.

Ο Νικολός παντρεύτηκε στο χωριό του, αλλά καθώς άστατος παράτησε τη γυναίκα του και μετοίκησε στην Τίμη. Παντρεύτηκε μια πανέμορφη κοπέλα, αλλά δεν την είχε καλά. Μέρα νύχτα την έβγαζε αραχτός στα καφενεία, δουλειά δεν πήγαινε, ήταν ένας κεντικελένης.

Φίλεψε με ένα Τουρκί όμοιο στο χαρακτήρα, και οι δυο αχαΐρευτοι την έβγαζαν στη γύρα και στα κρασοπουλειά πίνοντας και σχεδιάζοντας παγαποντιές.

Το Τουρκί αγάπησε παράφορα μια Τουρκάλα, την κόρη του Χότζα. Επιμόνως την ζητούσε σε γάμο αλλά ο χότζας ανένδοτος δεν τον ήθελε για γαμπρό. Τον πόνο του τον έβγαζε στον φίλο του κάθε που μπεκρόπιναν, οπότε ο Νικολός για να ευχαριστήσει το φίλο του, με την σύμφωνο γνώμη του αποφάσισε να ξεπαστρέψει τον Χότζα, να τον σκοτώσει, να μείνει το πεδίο ελεύθερο να παντρευτεί την κόρη του.

Του έστησε καραούλι ένα πρωινό μες τις ερημιές, και πίσω από μια συστάδα δένδρων τον παραμόνεψε και τον πυροβόλησε. Ύστερα καβαλίκεψε το άλογο του να πάει στην πόλη στην αστυνομία να καταγγείλει πως κάποιοι σκότωσαν τον Χότζα και αυτός τον βρήκε αιμόφυρτο να πλέει στο αίμα του. Ήθελε με αυτό τον τρόπο να παραπλανήσει τους αστυνομικούς και να μην υποψιαστούν τον ίδιο.

Όταν έφτασε στα μισά του δρόμου στο χωριό Αχέλια, κατεβαίνοντας το άλογο με ορμή την κατηφόρα του ποταμού, περνώντας κάτω από ένα μεγάλο δένδρο, απρόσεχτος ο Νικολός δεν πρόσεξε ένα χοντρό χαμηλό κλαρί και έδωσε με φόρα πάνω του. Τον χτύπημα τον βρήκε στο στήθος και έπεσε κάτω σπαρταρώντας. Όταν σε λίγο τον βρήκαν άλλοι διαβάτες, ώσπου να τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο ξεψύχησε από εσσωτερική αιμορραγία.

Στο χωριό δεν τον έκλαψαν πολλοί, ακόμα και η γυναίκα του που ήταν αγκαστρωμένη, δεν πήρε τον θάνατο του πολύ κατάκαρδα. Όμως κράτησε τους τύπους και τα έθιμα, έτσι όταν γέννησε το παιδί του το βάφτισε τιμής ένεκεν Νικόλα.

Ο καιρός πέρασε, η χήρα με χίλιους δυο κόπους προσπαθούσε να αναγιώσει τον μικρό Νικόλα. Οι εποχές ήταν δύσκολες, οι γονείς της πολύ πτωχοί μεροκαματιάρηδες, δεν μπορούσαν να της δώσουν όση βοήθεια χρειαζόταν. Έτσι όταν μια μέρα της προξένεψαν έναν πλούσιο από τη Σουσκιού, την πάντρεψαν μαζί του.

Ήταν ο Χ΄΄ Σεραφείμ ο τοκογλύφος του χωριού και των περιχώρων. Μεγάλος σε ηλικία, κακός με τους οφειλέτες, αλλά με τη γυναίκα του στάθηκε πολύ καλός. Αγάπησε αυτήν και τον μικρό Νικόλα και μαζί έζησαν μια ζωή χαρισάμενη.