Ο Πάσπας, ο Όμπλες και ο Φοαρτάς, κάθε μέρα αργά τα απογεύματα μετά τη σχόλη, πήγαιναν στη ταβέρνα του χωριού πάντα στην ίδια, αφού δεν είχε άλλη. Ο Φκωνής ο ταβερνιάρης ψηλός και βρακάς, τους σερβίριζε με αγάπη και προθυμία γιατί ήταν καλοί και καθημερινοί πελάτες.
Μια νύχτα τους έβαζε το κοκκινέλι αβέρτα, και ευχαριστημένος έβλεπε το βαρέλι να αδειάζει
γρήγορα. Μέσα του σκέφτηκε πως εκείνη τη νύχτα θα είχαν κάποια γιορτή, γιατί έπιναν
του σκασμού, αλλά δεν ανησύχισε για φασαρία, ήταν πάντα ύσηχοι πελάτες.
Μετά που πέρασε αρκετή ώρα, ήρθε μια φαεινή ιδέα του
Πάσπα να πάει ένα στοίχημα με τους φίλους του, και τους λέει,
-Χωράει το αμάξι μου να περάσει από την πόρτα, ή δε
χωράει;
Είχε ένα Χίλμαν άσπρο χρώμα που το είχε καμάρι, και
σίγουρα δεν χωρούσε από την πόρτα, ούτε θα το επιχειρούσε σκέφτηκαν οι φίλοι
του.
-Αν περάσω την πόρτα, πληρώνετε εσεις το λογαριασμό.
Πήγε το στοίχημα, και ο Πάσπας μεθυσμένος πάει έξω
μπαίνει στο αμάξι, κάνει εκκίνηση, έδωσε στην ταβέρνα.
Το αμάξι μπήκε μέσα, αλλά η πόρτα και ο τοίχος χάλασαν κάτω
στο πάτωμα
Το στοίχημα το κέρδισε δεν πλήρωσε το λογαριασμό τον
πλήρωσαν οι άλλοι δυό, όμως τη ζημια του αυτοκινήτου θα την πλήρωνε μοναχός.
Όσο για τη ζημιά στην ταβέρνα, την άλλη μέρα που
ξεμέθυσαν, όλη μέρα οι τρεις φίλοι σαν καλοί μαστόροι, έκτισαν τον τοίχο που
χάλασαν και έβαλαν και μια πόρτα καινούργια..