Ο ΦΟΥΡΝΟΣ ΤΟΥ ΤΤΟΟΥΛΟΥ

Το κτίσιμο ενός χωριάτικου φούρνου απαιτεί ειδικές γνώσεις και δεν μπορεί να τον κτίσει ο οποιοσδήποτε κτίστης. Θέλει μαεστρία, γνώσεις γεωμετρίας και περισσή τέχνη γιατί δεν είναι εύκολο στατιστικά να σταθεί ο θόλος που είναι παρόμοιος με τον τρούλο της εκκλησίας.

Πρέπει όλες οι κυκλικές σειρές πέτρες που χτίζονται να έχουν όλες την ίδια ακριβώς απόσταση από το κέντρο του φούρνου, και στο κέντρο του θόλου, η τελευταία πέτρα να μπαίνει σφήνα με τρόπο που να πιέζει τις υπόλοιπες ώστε να μην χαλούν, όπως ακριβώς γίνεται με το κτίσιμο μιας καμάρας.

Ο Ττόουλος ο κτίστης αφού ρώτησε και έμαθε πως κτίζεται ένας φούρνος, δοκίμασε να κτίσει έναν στην αυλή του Φαρφαρά. Αφού συμφώνησαν το ποσό της πληρωμής,

αρχίνησε να τον κτίζει και ο Φαρφαράς του κουβαλούσε τον ζυμωμένο πηλό από χώμα και άχυρα που είχαν ετοιμάσει από πρίν.

Όταν τέλειωσαν στάθηκαν να τον καμαρώσουν, αλλά ξαφνικά ο θόλος πήρε καθίζηση και ο φούρνος χάλασε.

Προσβεβλημένος ο Ττόουλος αρχίνησε τις δικαιολογίες μήπως δεν ζύμωσε καλά τον πηλό ο Φαρφαράς. Έτσι του είπε να τον αφήσει μόνο του να ζυμώσει και να κτίσει, για να είναι σίγουρος ότι θα γίνει καλή δουλειά.

Όταν τον έκτισε ξανά, αλλά έχοντας μέσα του μια υποψία ότι θα ξαναχαλούσε, αλλά θέλοντας κιόλας να πληρωθεί, μπήκε μέσα και βαστάζοντας τον με την ράχη του έκανε ότι τον καθάριζε από τις λάσπες. Φώναξε ταυτόχρονα τον ιδιοκτήτη να τον καμαρώσει, και ενώ τάχατες έτριβε τον πηλό και μιλούσαν, το έφερε από δω, το έφερε απ εκεί, ζήτησε να πληρωθεί.

Ο Φαρφαράς τότε του είπε να βγει έξω να πιούν ένα ποτήρι κρασί για να βγει στερεωμένος ο φούρνος, και ύστερα να τον πληρώσει και να πάει στο καλό. Ο Ττόουλος προσπάθησε να τον πείσει να τον πληρώσει και δεν θέλει κρασί γιατί βιάζεται, αλλά ο ιδιοκτήτης υποψιασμένος επέμενε λέγοντας του ότι αν δεν καταδεχτεί να πιει ένα ποτηράκι μαζί του, δεν έχει πληρωμή.

Καταλαβαίνοντας ο Ττόουλος ότι δεν μπορούσε να τον ξεγελάσει, αλλά θέλοντας να παραστήσει ότι  πληγώθηκε η περηφάνια του, έκαμε πως θύμωσε, και του λέει,

-Άμα είσαι έτσι, δεν θέλω το κρασί σου, δεν θέλω ούτε τα λεφτά σου, αλλά ούτε θα σου παραδώσω φούρνο.

 Και βγαίνοντας έξω έφυγε βιαστικά, ενώ πίσω του ο φούρνος ξαναπήρε καθίζηση και ξαναχάλασε.