ΤΟ ΑΛΜΥΡΟ ΑΡΝΙ

Ο Χαμπής ο Καραμαλλής θα βάφτιζε την κόρη του στον Άγιο Γεώργιο Πέγειας. Για το φαγοπότι που θα ακολουθούσε, αγόρασε ένα αρνί από το Γιωρκούιν του Λεωνή. Νοίκιασε το λεωφορείο του Βάννα, επιβιβάστηκαν οι καλεσμένοι και πέρασαν από τη μάντρα να φορτώσουν το ζώο. Αυτό όμως ξιππασμένο και φοβισμένο ίσως γιατί διαισθάνθηκε τη μοίρα του, πετάχτηκε τον μαντρότοιχο και άρχισε να τρέχει.

Ο Χαμπής με το Γιώρκο του Μαύρου άρχισαν να τρέχουν να το πιάσουν. Ώσπου για να γλυτώσει το κτηνό, φτάνοντας στη παραλία του Χουσείνι βούτηξε στη θάλασσα. Βούτηξαν και αυτοί να το προλάβουν, αλλά δεν τα κατάφεραν. Έτσι κουρασμένοι και περίλυποι βγήκαν στη στεριά και πάνω σε ένα βράχο στάθηκαν περίλυποι να παρακολουθούν την περιουσία τους να χάνεται στη θάλασσα.

Όταν το αρνί ξανοίχτηκε στα βαθιά, ένα κύμα το γύρισε προς τη στεριά και κουρασμένο καθώς ήταν δεν κατάλαβε πως κολυμπούσε προς τους διώκτες του.

Έτσι όταν έφτασε στα ξέβαθα οι δυό φίλοι το άρπαξαν με ευκολία και ο Γιώρκος το φορτώθηκε να το πάρουν πάνω στο χωριό, στο λεωφορείο.

Εκείνη την ώρα έτυχε να περνά ο Γιάννος ο παλιομούχταρος και καθώς παρακολούθησε το περιστατικό, αστειευόμενος τους είπε:

-Άντε καλό φάγωμα, και μην του βάλετε αλάτι, σίγουρα έχει αλμυρίσει μέσα στη θάλασσα.

Στον Άη Γιώρκη της Πέγειας που το έσφαξαν και το έκαμαν σούβλα να γιορτάσουν τη βάφτιση, δεν το έφαγαν με πολλή όρεξη καθώς βλέποντας το ένστικτο και την απέλπιδα προσπάθεια να σώσει τη ζωή του, επηρεάστηκαν όλοι ψυχολογικά.