Ο ΓΙΩΡΚΑΣ

Ο Γιώρκας πρωί πρωί ξεκινούσε από το σπίτι του, περνούσε από το καφενείο του Μαυρόγιαννου του μουχτάρη όπου εκεί έπαιρνε τις νέες ανακοινώσεις και αφού έπινε τον καφέ του ξεκινούσε με τα πόδια να γυρίσει το χωριό.

Η φωνή του δυνατή, έφτανε πρώτα, και ύστερα από το βάθος φαινόταν η φιγούρα του μια ψηλή κορμοστασιά με τη βράκα του να αγγίζει το έδαφος και τη μακριά μαγκούρα στο χέρι που την είχε για προφύλαξη από τα φίδια και τους άγριους σκύλους. Περνούσε από τα καφενεία, την πλατεία, τα στενά δρομάκια, τα σοκάκια, και με τη στεντόρεια φωνή του διαλαλούσε τα γεγονότα, τους καινούργιους φόρους, τις κηδείες, τις εκδηλώσεις, ή και προϊόντα προς πώληση.

Η φωνή του διαπεραστική έφτανε ως τις άκρες του χωριού και οι νυκοκυραίοι μάθαιναν όλα τα μαντάτα. Ήταν ο τελάλης του χωριού, ο Γιώρκας ο ξακουστός τζιάμπασης της Πάφου. Η αμοιβή του όμως ήταν πενιχρή, και μια μέρα αποφάσισε να γίνει και αγωγιάτης. Αγόρασε ένα κάρο και ένα μουλάρι, και ύστερα βγήκε στο ντελάλι ανακοινώνοντας ότι από αύριο Δευτέρα θα στήσει το κάρο στην πλατεία και όσοι έχουν προϊόντα για μεταφορά στη διπλανή πόλη, θα τους χρέωνε φτηνά, και για να τους προσελκύσει τους έταζε ότι καμιά φορά στο τόσο, θα τους χάριζε τα αγωγιάτικα.

Τη Δευτέρα με έκπληξή και χαρά, διαπίστωσε πως είχε να μεταφέρει πολλούς πελάτες με τα προϊόντα τους. Τους φόρτωσε και ξεκίνησε. Αλλά ώ τι δυστυχία, ένας ένας κατέβαιναν και ξεφόρτωναν χωρίς να τον πληρώσουν. Και όταν τους ρώτησε γιατί, του απάντησαν,

-μα αφού μας έταξες μέσα μέσα να μην πληρώνουμε.