Ο Λεωνής Σιαμμάς βοσκός και περβολάρης, είχε ένα γάιδαρο που τον φώναζε Χαλίλη. Χαλίλης ήταν ένας Τούρκος που αγόραζε το γάλα από τους βοσκούς και το επεξεργαζόταν φτιάχνοντας χαλούμια και αναράδες.
Αλλά
επειδή οι βοσκοί ήταν πολλοί και αυτός μοναχός
πράτης, αγόραζε πολύ φτηνά. Έτσι ήταν αντιπαθής στους βοσκούς, και ο Λεωνής που
τον είχε άκτι, ονομάτισε τον γάιδαρο του Χαλίλη.
Μια
φορά που φόρτωσε το γάλα και περίμενε στην ουρά να το παραδώσει, ο γάιδαρος
ήταν ανήσυχος και πορτοκλωτσούσε. Προσπάθησε να τον καθησυχάσει χαϊδεύοντας
τον, αλλά τίποτα. Στη πολλή ώρα που δεν ησύχαζε, ο Λεωνής νευριασμένος του
έβαλε μια δυνατή φωνή,
-σταμάτα
Χαλήλη, εν να σιωνοστεί το γάλα.
Αμέσως
κατάλαβε τη γκάφα που διέπραξε και δάγκωσε τα χείλη του, ήταν όμως πλέον αργά.
Ότι φέρνει η ώρα λέει η παροιμία, δεν τα φέρνει ο χρόνος. Γεμάτος ενοχή, γύρισε
προς τη χανούμισσα Τουρκάλα γυναίκα του Χαλίλη με την ελπίδα πως δεν άκουσε,
αλλά την είδε αγριεμένη γεμάτη θυμό και παράπονο,
-Μπράβο
πε, λαλείς όνομα γάρου σου, όνομα άνδρα μου, έν αντρέπεαι; Άμα είσε έτσι, εν
πιάννω γάλα σου».
Από
τότες ο Λεωνής άλλαξε το όνομα του γαϊδάρου, και τον φώναζε Σιερκά…
Το
συνήθειο όμως δεν είναι εύκολο να κοπεί...
Την
παραγωγή από τα περβόλια του ο Λεωνής συνήθως τη φόρτωνε στον γάιδαρο του με το
νέο όνομα τον Σιερκάς, και πήγαινε στη συνοικία του Μουττάλου να τα πουλήσει.
Φόρτωνε ποικιλία χορταρικών, κρεμμύδια, παντζάρια και πατάτες. Κάθε φορά οι
Τουρκάλες τον ανέμεναν να ψωνίσουν γιατί είχε βγάλει καλό όνομα για την καλή
ποιότητα των οπωρικών του. Μια φορά όμως στην κεντρική πλατεία που δεν
φαίνονταν κοντά να υπάρχουν Τούρκοι, πάλι ξεχάστηκε και αποκάλεσε το γάιδαρο
του Μομίνη. Ο Μομίνης ήταν ένας Τούρκος γυρολόγος που γύριζε τα χωριά και
φώναζε «αυκά πουλιά γοράζω, ποτσιά της πογιάς» για να ακούσουν οι νοικοκυρές να
βγουν έξω και να κάμουν τράμπα. Εκεί λοιπόν που νόμισε ότι δεν τον άκουσε
κανείς, νάσου από μια αυλή σπιτιού δίπλα του, να βγαίνουν πέντε έξι χανούμισσες
και να τον περικυκλώνουν απειλητικά, ενώ από πιο πέρα αρχίνησαν να έρχονται και
άλλες που είδαν τις πρώτες και αντελήφθησαν ότι κάτι συμβαίνει. Σε λίγα λεπτά
τον είχαν περικυκλώσει κάμποσες έτοιμες να τον «δικάσουν».
Ο
Λεωνής έντρομος έμεινε να τις κοιτάζει λυπητερά και αμήχανα. Ήξερε ότι οι Τούρκοι
το έφεραν βαρέως και δεν ανέχονταν οι Χριστιανοί να ονοματίζουν τους γάιδαρους με
Τούρκικα ονόματα.
Αυτό
το χασκιασμένο και λυπητερό του ύφος όμως, ήταν αυτό που τον γλίτωσε. Μια
Τούρκισσα χανούμισσα πελάτισσα του τον λυπήθηκε και έκαμε πρόταση να μην τον
δικάσουν, αλλά και ο Λεωνής να μην ξαναφωνάξει τον γάιδαρο του με Τούρκικο
όνομα.
Από
τότες ο Λεωνής, φώναζε τον γάιδαρο του μόνο με το όνομα Σιερκάς.