Ο Πάφιος ο Καραγκιοζοπαίχτης είχε έναν καφενέ που τον χρησιμοποιούσε και ως ταβέρνα. Ο πληθυσμός τη κοινότητας μικρός, οι πελάτες λιγοστοί, και καθώς απέναντι ήταν ακόμα μια ταβέρνα του Φκωνή, υπήρχε ανταγωνισμός.
Κάποιοι
πελάτες προτιμούσαν την ταβέρνα του Φκωνή γιατί ήταν καλομάλαος και χαμηλών
τόνων, κάποιοι προτιμούσαν του Πάφιου γιατί είχε ωραία φωνή και τους τραγουδούσε
όμορφα.
Δύο
πελάτες ο Γιαννής και ο Ττοουλής μια νύχτα ενωρίς λίγο μεθυσμένοι, για την
πλάκα τους σκέφτηκαν να κάμουν μια αποκοτιά, αποφάσισαν να κλέψουν κάτι σανίδια
όμορφα πελεκημένα που είχαν δει στην αποθήκη του τζαμιού στη συνοικία του
Μουττάλου. Ήταν τα ξύλα που χρησιμοποιούσαν αντί για φέρετρα οι Τούρκοι για να
μεταφέρουν τους πεθαμένους αφού τα νεκρικά τους έθιμα όριζαν ότι τους νεκρούς
τους τοποθετούσαν τυλιγμένους σε ένα σεντόνι στις πλατιές σανίδες και τους
έθαβαν γυμνούς, διότι γυμνοί ήρθαν, γυμνοί έπρεπε να φύγουν, έτσι έλεγε το
κοράνι. ΄
Οι
αθεόφοβοι την ίδια νύχτα τις έφεραν στην ταβέρνα του Πάφιου ο οποίος τις
αγόρασε σε τιμή ευκαιρίας γιατί ήθελε να επισκευάσει τον χαλασμένο πάγκο για το
σερβίρισμα.
Την
άλλη νύχτα ξεμέθυστοι οι δυο φίλοι, πήγαν στην ταβέρνα να πιούν τα ποτά τους.
Ξαφνιασμένοι είδαν τον πάγκο ολοκαίνουργιο και τον ταβερνιάρη να τους στρώνει
πάνω πιοτό και φαΐ.
Αμέσως
θυμήθηκαν την προηγούμενη νύχτα και την αποκοτιά τους. Κοίταξαν ο ένας τον άλλο
με νόημα χωρίς να μιλήσουν, και ύστερα λέγει ο Γιαννής στον Πάφιο,
-Ασε
τον πάγκο στρωμένο και έχουμε κάτι δουλειές, σε λίγο θα επιστρέψουμε.
Γύρισαν
και έφυγαν βιαστικά, και από εκείνη την ημέρα δεν ξαναμπήκαν στην ταβέρνα, παρά
μόνο τους έβλεπε ο Πάφιος να πηγαίνουν απέναντι στου Φκωνή και αναρωτιόταν τι
να έπαθαν, γιατί κακοφανηστήκαν, τι τους έκαμε, αλλά απάντηση δεν έβρισκε.