ΜΕΘΥΣΜΕΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Ο Ρωτής της Αρχοντούς μπεκρούλιαζε όλη μέρα στα κρασοπουλειά και στα καφενεία. Όλη μέρα δουλειά κάθε μέρα, και ύστερα στις ταβέρνες, έμαθε στο ποτό και έπαθε εξάρτηση. Η γυναίκα του εξ αυτού υπέφερε τα πάνδεινα, ώσπου μια μέρα δεν άντεξε άλλο και του είπε να διαλέξει αυτήν, ή το ποτό.

Συζήτησαν διεξοδικά το θέμα, και αποφάσισε ο Ρωτής να κόψει το ποτό. Έτσι μετά τη δουλειά δεν έβγαινε έξω, και υπό την επιτήρηση της Αρχοντούς, προσπαθούσε να απεξαρτοποιηθει από την κακή συνήθεια.

Άμα πέρασαν πολλές μέρες και η σύζυγος του πίστεψε πως τα κατάφερε, μια μέρα τον έστειλε στο μπακάλη να της ψωνίσει κάτι που χρειάστηκε επειγόντως καθώς η ίδια δεν μπορούσε.

Πάει ο Ρωτής στο μπακάλη, στην αυλή του καφενείου βρίσκει την παλιά του παρέα να τρώγουν και να πίνουν. Του φώναξαν να κοπιάσει, ο Ρωτής προσπάθησε να αντισταθεί στον πειρασμό, αλλά τελικά υπέκυψε στο παλιό του πάθος.

Όταν πέρασε ώρα και κόρεσε το πάθος του, άρχισε να σκέφτεται τη δύσκολη θέση στην οποία βρισκόταν. Τι θα έλεγε στη γυναίκα του που άργησε; Ποια δικαιολογία θα έβρισκε;

Στη τρέλα του μεθυσιού που το μυαλό τα βλέπει όλα πιθανά και πιστευτά να συμβούν, αγόρασε ένα σακούλι καραόλους και μπαίνοντας στην αυλή τους έβαλε στη γης σε σειρά και άρχισε να φωνάζει,

-άνοιξε Αρχοντού να μπουν έσσω οι καραόλοι.