O Αλακάτης, ήταν διορισμένος από την Αγγλική Αποικιοκρατική κυβέρνηση ως κουνουπιέρης. Ήταν επιφορτισμένος να γυρίζει περπατητός ολημερίς σε όλη την εξοχή της επαρχίας και έχοντας στον ώμο φορτωμένο το σακίδιο γεμάτο φάρμακα και δηλητήρια και στο χέρι μια μπόμπα ψεκάσματος, να ψεκάζει τα στάσιμα νερά και τους λάκκους που είχαν νερό, για να ψοφούν τα κουνούπια και οι βδέλλες καθώς χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι το νερό για πότισμα των αγρών, των κτηνών, αλλά και των ιδίων.
Όποτε
πήγαινε να ψεκάσει στον ποταμό της Βρέξης, του άρεσε να κάθεται πάνω στο ύψωμα
και να αγναντεύει τη θάλασσα.
Ήταν
ένα τεμάχιο γης, ένα ευάερο μέρος που το αγάπησε και ήθελε πάση θυσία να το
αποκτήσει. Ήθελε να το αγοράσει, μα δεν είχε τα χρήματα ήταν πτωχός.
Στην
πολλή σκέψη να το κάμει δικό του, αποφάσισε τη ζημιά να την φορτώσει στον
τοκογλύφο που τα χρήματα του δεν ήταν τίμια αποκτημένα, τοιουτοτρόπως δεν θα
διέπραττε μεγάλη αμαρτία.
Πάει
λοιπόν στον Χατζηφίλιππο τον τοκογλύφο και του λέει πως έχει ένα φίλο Εγγλέζο
που σκορπούσε τα λεφτά του ασυλλόγιστα και συνεχώς χρειαζόταν δανικά έως ότου
ξαναπληρωθεί για να τα εξοφλεί. Δεν χρειαζόταν πολλά κάθε φορά, μόνο πέντε λίρες
για μια βδομάδα, και κάθε αρχή του μήνα θα τα επέστρεφε με μια λίρα παραπάνω.
Σκέφτηκε
ο τοκογλύφος πως ήταν μια καλή συναλλαγή και άξιζε το ρίσκο.
Έδωσε
τις πρώτες πέντε λίρες και σε λίγες μέρες πήρε πίσω έξι.
Την
επόμενη φορά ο Αλακάτης του είπε πως χρειαζόταν δέκα λίρες ο φίλος του, και θα
του επέστρεφε δώδεκα.
Ο
Χατζηφίλιπος το σκέφτηκε λίγο, αλλά πήρε το ρίσκο.
Την
τρίτη φορά το ποσό ανήλθε στις είκοσι, και το κέρδος στις τέσσερις λίρες.
Ευχαριστημένος ο τοκογλύφος έτριβε τα χέρια, του άρεσε να έχει τέτοιους καλούς
πελάτες.
Η
επόμενη φορά όμως το ζητούμενο ποσό ανήλθε στις πενήντα λίρες. Ήταν μεγάλος ο
αριθμός, και τεράστιο το ρίσκο. Το σκέφτηκε πολλή ώρα, στο τέλος νίκησε η
απληστία. Έδωσε τα χρήματα και περίμενε με αγωνία την ημέρα της αποπληρωμής.
Ήρθε
η μέρα, αλλά ήταν μια λυπητερή μέρα, αφού ο κουνουπιέρης δεν φάνηκε. Χάθηκε,
εξαφανίστηκε. Τον έψαξε στο σπίτι του και τον ρώτησε τι συμβαίνει, και του λέει
ο Αλακάτης,
-δυστυχώς
ο Εγγλέζος γύρισε στην πατρίδα του, μας ξεγέλασε και τους δυό.
Σε
λίγο καιρό ο Αλακάτης αγόρασε το μικρό χωράφι στην περιοχή της Βρέξης που είχε βάλει στο μάτι
στην τιμή των πενήντα λιρών.