Ο Πάπουτσος ο παππούς του Γιώρκου του Όψιμου γνωστός αβάττατζιης, επειδή ήταν ευχάριστος τύπος που ελεγε αστεία και χωταττά, καμιά φορά στην ταβέρνα κάποιες παρέες τον προσκαλούσαν και τον κερνούσαν.
Μια
φορά που καθόταν μοναχός και περίμενε μήπως φανεί κανένας φοαρτάς, μόλις είδε τον Πιστέντη με τον κουμπάρο του
τον Αχιλλέα του Βλόκκου τους προσηκώθηκε και τους έδωκε καρέκλες.
Ομως
δεν τον φώναξαν να κάτσει μαζί τους, και από μέσα του τον έτρωγε το σαράκι
καθώς αναγκαζόταν να πληρώνει τα πιοτά του.
Ο Πιστέντης ο Κούμνος με τον κουμπάρο του
έκατσαν με τις ώρες στη ταβέρνα, ωσπου σε μια στιγμή ο ταβερνιάρης τους είπε
πως έλειψαν τα ορεκτικά.
-Ρε
Πάπουτσε,
λέει
ο Πιστέντης,
-εν
πετάσσεσαι τσιή πάνω στη βραχτή να πεις της Αναστασιάς να σου δώσει πάνω κάτω
τσιαί καμιάν πατάτα βραστή να φέρεις;
Πήγε
ο Πάπουτσος και βρήκε την γυναίκα του Πιστέντη την Αναστασιά μαζί με τη μάνα της
τη Χαραλαμπούν να βοτανίζουν, και καθώς ενοχλημένος που δεν τον κέρασαςν,
άρχισε να τις βάζει πάνω
-Οι
αχαίρευτοι, μπεκροπίνουν που το πρωί και δεν πάνε δουλειά, ούλλος ο κόσμος
περιπαίζει τους. Αντί νάρτουν να δουλέψουν, θέλουν τσιαί δούλες;
Οι
αγαθές γυναίκες παρασυρμένες από τα λόγια του θύμωσαν, και νευριασμένες του
απάντησαν
-να
τους τους πείς να πάσιν στο μάλιν τους να φκάλουν πατάτες.
Πήρε
το χαπάριν ο Πάπουστος, και νευριασμένος ο Πιστέντης καθώς ήταν οξύθυμος, διά
τριάππιθκια, ευρέθην στην βραχτήν. Άρπαξε ένα στελίφι και αρχίνισε να δέρνει
τις δυο γυναίκες, έκαμεν τες του αλατιού.
Ο
Πάπουτσος γυρνώντας πίσω, όποιον έβρισκε στο δρόμο του έλεγε,
-Επήεν ο Κούμνος τσιαί έδερεν τες, ένεν καλά
που έκαμεν, εν τέλεια πελλός.
Έμαθε
ο Πιστέντης τι έλεγε, και νευριασμένος πάει να τον δέρει. Σαν τον βλέπει ο
Πάπουτσος και κοψονούρης που ήταν, άλλαξε τροπάρι, και κάνοντας πως δεν τον
ειδε, αρχίνισε να λέει στους άλλους,
-Καλά
τους έκαμε ο Κούμνος, έπρεπε να τους δώσει τσι άλλες.
Τον
ακουσε ο Πιστέντης, τον πήρε το γέλιο, και αντί να τον δέρει, του λέει,
-άτε
ρέ Πάπουτσε, πάμεν να πιούμεν καμιάν πινιάν».