Ο Μαρτέζος μικρό παιδί ήταν τσιράκι σε ένα μάστρο που έκτιζε σπίτια με πέτρες πελεκιτές που τον έστειλε ο Γιώρκας ο πατέρας για να μάθει τέχνη. Πήγαινε στη δουλειά κοντά ή μακριά με τα πόδια και βαριώταν. Επιθυμούσε διακαώς να αγοράσει ένα ποδήλατο για να μην κουράζεται. ‘Όμως που να βρεθούν τα χρήματα αφου ο μάστρος του δεν του έδινε μεροκάματο παρά μόνο κάθε τόσο καιρό τον φιλοδωρούσε με κανένα σελίνι. Παρ όλα αυτά, φύλαγε τα χρήματα ελπίζοντας μια μέρα να καταφέρει να αγοράσει ένα ποδήλατο.
Μια
Κυριακή στο παναϊριν του Κτημάτου, ο Μαρτέζος πήγε να θκιανευτεί. Εκεί είδε τον
πατέρα του να διαλαλεί μια κατσέλα. Ο πατέρας του ήταν τελάλης και σε εκείνο το
πανηγύρι ανέλαβε να πουλήσει το ζώο ενός χωριανού του. Όμως όσο και να φώναζε,
δεν έβρισκε αγοραστή. Το ζώο ήταν ισχνό και δεν ενδιαφερόταν κανείς.
Αμέσως
πήρε ο νους του στρφές και πλησίασε τον πατέρα του,
-Πόσα
ζητάς για το κτηνό; Τον ρώτησε.
-Δυόμιση
λίρες, του απαντάει.
-Δέχεσαι
να δοκιμάσω εγώ, και αν το πουλήσω περισσότερο, τα κέρδη δικά μου; Του ανταπαντά
ο Μαρτέζος.
Πήρε
την αγελάδα και άρχισε να φωνάζει,
-Πουλώ
το κτηνό δύο σε ένα.
Τον
πλησίασε ένας αγαθός χωρικός και τον ρώτησε τί εννοεί.
-Το
κτηνό του λέει είναι αγκαστρωμένο, αλλά ο ιδιοκτήτης έκοψε μέσα και το πουλά
όσο όσο.
-Πόσα
θέλεις;
-Τρείς
λίρες.
Η
συμφωνία έκλεισε, πήρε ο Μαρτέζος δέκα σελίνια κέρδος, και με όσα είχε
φυλαγμένα, αγόρασε ένα ποδήλατο. Το ποδήλατο το είχε εφ όρου ζωής, το παράτησε
μόνο όταν γέρασε και δεν μπορούσε να το καβαλικεύει.