Στην ταβέρνα του Φκωνή άραζαν ζαβροί και δεξιοί. Την περίοδο μετά το 1940 οι πολιτικές αντιπαραθέσεις ήταν μεγάλες σε σημείο που σπάνια πάντρευαν τα παιδιά τους αναμεταξύ τους. Ο Φκωνής όμως μέσα στην ταβέρνα δεν επέτρεπε συζητήσεις και μαλλώματα.
Μια φορά παραμονές του Πάσχα σε κατάσταση μέθης μια
παρέα από το σόι του Λαούρη και άλλους Ακελιστές, λογόφεραν με την παρέα του
Νικόλα Αζίνα και άλλους Πεκκιστές γιατί ένας εκ της αριστερής παρέας άρχισε να
απαγγέλλει, παρέας
-Στάλιν
το μουστάκι σου εν μιάλον σαν του πεύκου,
τζιαί
πάνω εν να κρεμάσουσιν ούλλους τους Πέκκους.
Επειδή
όμως η επιβλητική φιγούρα του Φκωνή δεν άφηνε περιθώρια για τσακωμούς,
αποφάσισαν να αναμετρηθούν στο πάλιωμα της Λαμπρής στην πλατεία της εκκλησίας.
Από τους Πεκκιστές το Αντωνούιν το Κολόιδο και από
τους Ακελιστές το Αντρεούιν, ανέλαβαν να παλέψουν και να βγάλουν ασπροπρόσωπους
τους δικούς τους.
Το Κολόιδον έλαχε να είναι πιο σωματώδης και η παρέα
του πίστευαν πως θα νικούσε.
Από την άλλη το Αντρεούιν ήταν σιεηττάνης, έτσι η
παρέα του βασιζόταν στην πονηριά του.
Για
να αναδειχτεί ο νικητής, έπρεπε να καταφέρει να γυρίσει και να ξαπλώσει
ανάσκελα τον αντίπαλο του, ή να τον κάνει να παραδεχτεί ήττα.
Ήρθε
η ώρα, η πλατεία γέμισε θεατές, και το πάλιωμα αρχίνησε. Φορώντας μόνο τις
βράκες και το υπόλοιπο κορμί πασαλειμμένο με λάδι, άρχισαν να παλιώνουν.
Σε
μια στιγμή το Αντρεούιν τράβηξε το βρακοζώνι του Κολόιδου, και η βράκα γλίστρησε
από τη μέση του. Ντροπιασμένος το Κολόιδον έπεσε στο χώμα για να κρύψει τη
γύμνια του και παραδέχτηκε την ήττα του.