Ο Φυτός ήταν φτωχός και άκληρος και εργαζόταν ως βοσκός σε ένα συγγενή του. Όταν ήρθε ο καιρός να παντρευτεί, διάλεξε για νύφη του τη Δεσποινού μια όμορφη κοπελιά όμως και αυτή πολύ φτωχή. Έπρεπε λοιπόν να σκεφτεί ένα τρόπο να αγοράσει ένα σπιτάκι και να φτιάξει την οικογένεια του.
Ένα
μεγάλο Σάββατο, μάντρισε το κοπάδι, έβαλε τα καλά του και πρίν πάει στην
εκκλησιά πέρασε από το καφενείο του Χ΄Φίλιππου στο έμπα της πλατείας λίγο πριν
την εκκλησιά. Απ έξω είχε μια μεγαλη καμάρα και η πόρτα ήταν ανοιχτή. Οι άλλοι
χωριανοί κάθονταν στο σύθαμπο της λάμπας πετρελαίου σιγοπίνοντας τον καφέ τους
και να σιγοκουβεντιάζοντας.
Μπήκε
μέσα ο Φυτός, παράγγειλε καφέ, και ύστερα γύρεψε από τον τοκογλύφο να του
πουλήσει το μικρό σπιτάκι με την μικρή αυλή στην πάνω γειτονιά,
Ο
Χ΄Φίλιππος γέλασε καθώς ήταν σίγουρος πως ο Φυτός χωραττευε. Ήξεραν όλοι τη
φτώχεια και τη μιζέρια του, ήξεραν πως δεν είχε στον ήλιο μοίρα, ήταν ένας
μισταρκός.
Για
να του ανταποδώσει το χωραττό, με ύφος ειρωνικό του ανταπάντησε ότι αν είχε
δεκατρείς λίρες, το σπίτι που άξιζε πενήντα ήταν δικό του, αφού γνωρίζοντας τη
φτώχεια του ούτε μια λίρα δεν μπορούσε να βρει, πόσο μάλλον δεκατρείς.
Το
στοίχημα πήγε, και έκαναν ττόκκα.
Σε
λίγες μέρες αφού ο Χ΄Φίλιππος ξέχασε το γεγονός, νάσου μπροστά του ο Φυτός με
δεκατρείς λίρες να αγοράσει το σπίτι.
Φωνές
και μαλώματα ακούστηκαν σε όλη τη γειτονιά. Ο Χ’ Φίλιππος αρνιόταν και του
εξηγούσε πως ήταν ένα χωραττό, ο Φυτός όμως επέμενε και απαιτούσε να τηρηθεί η συμφωνία.
Στο
τέλος ο Χ΄Φίλιππος έβγαλε έξω τον θρασύ
βοσκό, που μουρμουρίζοντας θυμωμένα έφυγε με μεγάλες δρασκελιές.
Πέρασε
λίγος καιρός, ξαφνικά ένας ζαφτιές έφερε μια δικαστική κλήση του Χ΄Φίλιππου.
Ο
Φυτός τον είχε μηνήσει για αθέτηση προφορικής συμφωνίας. Πήγαν στο δικαστήριο,
καλέστηκαν σαν μάρτυρες όλοι όσοι ήταν μες στο καφενείο εκείνο το Μεγάλο Σάββατο,
και ο δικαστής ακούγοντας όλες τις μαρτυρίες, αποφάσισε ότι η συμφωνία ήταν
νόμιμη και έβγαλε απόφαση να βουλωθεί το σπίτι στον Φυτό έναντι αντιτίμου
δεκατριών λιρών, και επίσης τα έξοδα της δίκης να πληρωθούν από τον Χ΄Φίλιππο.
Πήρε
το σπίτι στην κατοχή του ο Φυτος και αφού παντρεύτηκε τη Δεσποινου κατοίκησαν
μέσα, υπάρχει δε μέχρι σήμερα επισκευασμένο και συντηρημένο, και σε αυτό
κατοικά η εγγονός του Φυτού μαζί με την οικογένεια της.