ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΗΣ ΜΙΝΘΗΣ

Ο Λεωνής του Σιαμμά και η γυναίκα του η Δεσποινού δυό καλοί νοικοκυρέοι δούλευαν σκληρά την περιουσία τους. Ρέντευαν τα χωράφια τους, είχαν ένα μικρό κοπάδι από πρόβατα, επίσης είχαν δένδρα καρπερά όπως ελιές, τερατσιές, και τρεμιθιές. Όποτε και όπου είχε πανήγυρι στη περιοχή κοντά ή μακριά, ο Λεωνής φόρτωνε τον γάδαρο του το Σιερκά με προϊόντα και πήγαινε να τα πουλήσει.

Το ταξίδι για το πανυγήρι στη Τσάδα ήταν μακρινό, έτσι την νύχτα της παραμονής αφού κοιμήθηκε λίγο, φόρτωσε τον Σιερκά με κούζους χαλούμια, βίκο, ρεβίθια και μαυρόκοκκο, καβαλίκεψε και ο ίδιος και ξεκίνησε για το μακρινό ταξίδι.

Ήταν κάμποση η στράτα, υπολόγιζε με το ξημέρωμα να είναι εκεί να πιάσει πόστο καλό, και να απλώσει την πραμάτεια του.

Ξεκίνησε το λοιπόν, αλλά κουρασμένος από τη σκληρή δουλειά της προηγούμενης μέρας, λαγοκοιμόταν και άφηνε το γάιδαρο να προχωρά μόνος του.

Στο δρόμο παιρνόντας κάτω από ένα χαμηλό δένδρο, έδωκε στην κεφαλή του ένα κλωνί και ξύπνησε απότομα. Ξιπάστηκε και άρχισε να φωνάζει «μαυρόκοκκος, φτηνός μαυρόκοκκος»… Από την πολλη έγνοια, με το απότομο ξύπνημα άρχισε να διαλαλεί την πραμάτεια του.

Κοιτάζει γυρω νυσταγμένος, είχε ξημερώσει,  βλέπει εμπρός του την Δεσποινού, την γυναίκα του. Απορημένος και ξαφνιασμένος την ρωτάει τι γυρεύει στο πανηγύρι, αλλά η Δεσποινού θυμωμένη τον ρωτάει τι γυρεύει αυτός εδώ αντί στο πανηγύρι.

Μα τί είχε συμβεί; διερωτήθηκε.

Όταν ξύπνησε καλά, κατάλαβε. Όταν είχε αποκοιμηθεί, στη μέση του δρόμου χωρίς καθοδήγηση, ο γάιδαρος αντί να τον πάρει στο πανηγύρι, έκλωσε και τον ξανάφερε π’ισω στο σπίτι.

Έχασε το πανηγύρι, έχασε να πουλήσει, έχασε να ψουμνήσει. Το μόνο σίγουρο που κέρδισε, θα ήταν η μουρμούρα της Δεσποινούς που θα διαρκούσε πολλές ημέρες.