Ο ΓΙΩΡΚΑΣ

Ο Γιώρκας πρωί πρωί ξεκινούσε από το σπίτι του, περνούσε από το καφενείο του Μαυρόγιαννου του μουχτάρη όπου εκεί έπαιρνε τις νέες ανακοινώσεις και αφού έπινε τον καφέ του ξεκινούσε με τα πόδια να γυρίσει το χωριό.

Η φωνή του δυνατή, έφτανε πρώτα, και ύστερα από το βάθος φαινόταν η φιγούρα του μια ψηλή κορμοστασιά με τη βράκα του να αγγίζει το έδαφος και τη μακριά μαγκούρα στο χέρι που την είχε για προφύλαξη από τα φίδια και τους άγριους σκύλους. Περνούσε από τα καφενεία, την πλατεία, τα στενά δρομάκια, τα σοκάκια, και με τη στεντόρεια φωνή του διαλαλούσε τα γεγονότα, τους καινούργιους φόρους, τις κηδείες, τις εκδηλώσεις, ή και προϊόντα προς πώληση.

Η φωνή του διαπεραστική έφτανε ως τις άκρες του χωριού και οι νυκοκυραίοι μάθαιναν όλα τα μαντάτα. Ήταν ο τελάλης του χωριού, ο Γιώρκας ο ξακουστός τζιάμπασης της Πάφου. Η αμοιβή του όμως ήταν πενιχρή, και μια μέρα αποφάσισε να γίνει και αγωγιάτης. Αγόρασε ένα κάρο και ένα μουλάρι, και ύστερα βγήκε στο ντελάλι ανακοινώνοντας ότι από αύριο Δευτέρα θα στήσει το κάρο στην πλατεία και όσοι έχουν προϊόντα για μεταφορά στη διπλανή πόλη, θα τους χρέωνε φτηνά, και για να τους προσελκύσει τους έταζε ότι καμιά φορά στο τόσο, θα τους χάριζε τα αγωγιάτικα.

Τη Δευτέρα με έκπληξή και χαρά, διαπίστωσε πως είχε να μεταφέρει πολλούς πελάτες με τα προϊόντα τους. Τους φόρτωσε και ξεκίνησε. Αλλά ώ τι δυστυχία, ένας ένας κατέβαιναν και ξεφόρτωναν χωρίς να τον πληρώσουν. Και όταν τους ρώτησε γιατί, του απάντησαν,

-μα αφού μας έταξες μέσα μέσα να μην πληρώνουμε.

ΔΥΟ ΣΕ ΕΝΑ

Ο Μαρτέζος μικρό παιδί ήταν τσιράκι σε ένα μάστρο που έκτιζε σπίτια με πέτρες πελεκιτές που τον έστειλε ο Γιώρκας ο πατέρας για να μάθει τέχνη. Πήγαινε στη δουλειά κοντά ή μακριά με τα πόδια και βαριώταν. Επιθυμούσε διακαώς να αγοράσει ένα ποδήλατο για να μην κουράζεται. ‘Όμως που να βρεθούν τα χρήματα αφου ο μάστρος του δεν του έδινε μεροκάματο παρά μόνο κάθε τόσο καιρό τον φιλοδωρούσε με κανένα σελίνι. Παρ όλα αυτά, φύλαγε τα χρήματα ελπίζοντας μια μέρα να καταφέρει να αγοράσει ένα ποδήλατο.

Μια Κυριακή στο παναϊριν του Κτημάτου, ο Μαρτέζος πήγε να θκιανευτεί. Εκεί είδε τον πατέρα του να διαλαλεί μια κατσέλα. Ο πατέρας του ήταν τελάλης και σε εκείνο το πανηγύρι ανέλαβε να πουλήσει το ζώο ενός χωριανού του. Όμως όσο και να φώναζε, δεν έβρισκε αγοραστή. Το ζώο ήταν ισχνό και δεν ενδιαφερόταν κανείς.

Αμέσως πήρε ο νους του στρφές και πλησίασε τον πατέρα του,

-Πόσα ζητάς για το κτηνό; Τον ρώτησε.

-Δυόμιση λίρες, του απαντάει.

-Δέχεσαι να δοκιμάσω εγώ, και αν το πουλήσω περισσότερο, τα κέρδη δικά μου; Του ανταπαντά ο Μαρτέζος.

Πήρε την αγελάδα και άρχισε να φωνάζει,

-Πουλώ το κτηνό δύο σε ένα.

Τον πλησίασε ένας αγαθός χωρικός και τον ρώτησε τί εννοεί.

-Το κτηνό του λέει είναι αγκαστρωμένο, αλλά ο ιδιοκτήτης έκοψε μέσα και το πουλά όσο όσο.

-Πόσα θέλεις;

-Τρείς λίρες.

Η συμφωνία έκλεισε, πήρε ο Μαρτέζος δέκα σελίνια κέρδος, και με όσα είχε φυλαγμένα, αγόρασε ένα ποδήλατο. Το ποδήλατο το είχε εφ όρου ζωής, το παράτησε μόνο όταν γέρασε και δεν μπορούσε να το καβαλικεύει.

ΟΙ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΙ ΦΙΛΟΙ

Ο Πάσπας, ο Όμπλες και ο Φοαρτάς, κάθε μέρα αργά τα απογεύματα μετά τη σχόλη, πήγαιναν στη ταβέρνα του χωριού πάντα στην ίδια, αφού δεν είχε άλλη. Ο Φκωνής ο ταβερνιάρης ψηλός και βρακάς, τους σερβίριζε με αγάπη και προθυμία γιατί ήταν καλοί και καθημερινοί πελάτες.

Μια νύχτα τους έβαζε το κοκκινέλι αβέρτα, και ευχαριστημένος έβλεπε το βαρέλι να αδειάζει γρήγορα. Μέσα του σκέφτηκε πως εκείνη τη νύχτα θα είχαν κάποια γιορτή, γιατί έπιναν του σκασμού, αλλά δεν ανησύχισε για φασαρία, ήταν πάντα ύσηχοι πελάτες.

Μετά που πέρασε αρκετή ώρα, ήρθε μια φαεινή ιδέα του Πάσπα να πάει ένα στοίχημα με τους φίλους του, και τους λέει,

-Χωράει το αμάξι μου να περάσει από την πόρτα, ή δε χωράει;

Είχε ένα Χίλμαν άσπρο χρώμα που το είχε καμάρι, και σίγουρα δεν χωρούσε από την πόρτα, ούτε θα το επιχειρούσε σκέφτηκαν οι φίλοι του.

-Αν περάσω την πόρτα, πληρώνετε εσεις το λογαριασμό.

Πήγε το στοίχημα, και ο Πάσπας μεθυσμένος πάει έξω μπαίνει στο αμάξι, κάνει εκκίνηση, έδωσε στην ταβέρνα.

Το αμάξι μπήκε μέσα, αλλά η πόρτα και ο τοίχος χάλασαν κάτω στο πάτωμα

Το στοίχημα το κέρδισε δεν πλήρωσε το λογαριασμό τον πλήρωσαν οι άλλοι δυό, όμως τη ζημια του αυτοκινήτου θα την πλήρωνε μοναχός.

Όσο για τη ζημιά στην ταβέρνα, την άλλη μέρα που ξεμέθυσαν, όλη μέρα οι τρεις φίλοι σαν καλοί μαστόροι, έκτισαν τον τοίχο που χάλασαν και έβαλαν και μια πόρτα καινούργια..

ΜΕΘΥΣΜΕΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Ο Ρωτής της Αρχοντούς μπεκρούλιαζε όλη μέρα στα κρασοπουλειά και στα καφενεία. Όλη μέρα δουλειά κάθε μέρα, και ύστερα στις ταβέρνες, έμαθε στο ποτό και έπαθε εξάρτηση. Η γυναίκα του εξ αυτού υπέφερε τα πάνδεινα, ώσπου μια μέρα δεν άντεξε άλλο και του είπε να διαλέξει αυτήν, ή το ποτό.

Συζήτησαν διεξοδικά το θέμα, και αποφάσισε ο Ρωτής να κόψει το ποτό. Έτσι μετά τη δουλειά δεν έβγαινε έξω, και υπό την επιτήρηση της Αρχοντούς, προσπαθούσε να απεξαρτοποιηθει από την κακή συνήθεια.

Άμα πέρασαν πολλές μέρες και η σύζυγος του πίστεψε πως τα κατάφερε, μια μέρα τον έστειλε στο μπακάλη να της ψωνίσει κάτι που χρειάστηκε επειγόντως καθώς η ίδια δεν μπορούσε.

Πάει ο Ρωτής στο μπακάλη, στην αυλή του καφενείου βρίσκει την παλιά του παρέα να τρώγουν και να πίνουν. Του φώναξαν να κοπιάσει, ο Ρωτής προσπάθησε να αντισταθεί στον πειρασμό, αλλά τελικά υπέκυψε στο παλιό του πάθος.

Όταν πέρασε ώρα και κόρεσε το πάθος του, άρχισε να σκέφτεται τη δύσκολη θέση στην οποία βρισκόταν. Τι θα έλεγε στη γυναίκα του που άργησε; Ποια δικαιολογία θα έβρισκε;

Στη τρέλα του μεθυσιού που το μυαλό τα βλέπει όλα πιθανά και πιστευτά να συμβούν, αγόρασε ένα σακούλι καραόλους και μπαίνοντας στην αυλή τους έβαλε στη γης σε σειρά και άρχισε να φωνάζει,

-άνοιξε Αρχοντού να μπουν έσσω οι καραόλοι.

Ο ΦΟΥΡΝΟΣ ΤΟΥ ΤΤΟΟΥΛΟΥ

Το κτίσιμο ενός χωριάτικου φούρνου απαιτεί ειδικές γνώσεις και δεν μπορεί να τον κτίσει ο οποιοσδήποτε κτίστης. Θέλει μαεστρία, γνώσεις γεωμετρίας και περισσή τέχνη γιατί δεν είναι εύκολο στατιστικά να σταθεί ο θόλος που είναι παρόμοιος με τον τρούλο της εκκλησίας.

Πρέπει όλες οι κυκλικές σειρές πέτρες που χτίζονται να έχουν όλες την ίδια ακριβώς απόσταση από το κέντρο του φούρνου, και στο κέντρο του θόλου, η τελευταία πέτρα να μπαίνει σφήνα με τρόπο που να πιέζει τις υπόλοιπες ώστε να μην χαλούν, όπως ακριβώς γίνεται με το κτίσιμο μιας καμάρας.

Ο Ττόουλος ο κτίστης αφού ρώτησε και έμαθε πως κτίζεται ένας φούρνος, δοκίμασε να κτίσει έναν στην αυλή του Φαρφαρά. Αφού συμφώνησαν το ποσό της πληρωμής,

αρχίνησε να τον κτίζει και ο Φαρφαράς του κουβαλούσε τον ζυμωμένο πηλό από χώμα και άχυρα που είχαν ετοιμάσει από πρίν.

Όταν τέλειωσαν στάθηκαν να τον καμαρώσουν, αλλά ξαφνικά ο θόλος πήρε καθίζηση και ο φούρνος χάλασε.

Προσβεβλημένος ο Ττόουλος αρχίνησε τις δικαιολογίες μήπως δεν ζύμωσε καλά τον πηλό ο Φαρφαράς. Έτσι του είπε να τον αφήσει μόνο του να ζυμώσει και να κτίσει, για να είναι σίγουρος ότι θα γίνει καλή δουλειά.

Όταν τον έκτισε ξανά, αλλά έχοντας μέσα του μια υποψία ότι θα ξαναχαλούσε, αλλά θέλοντας κιόλας να πληρωθεί, μπήκε μέσα και βαστάζοντας τον με την ράχη του έκανε ότι τον καθάριζε από τις λάσπες. Φώναξε ταυτόχρονα τον ιδιοκτήτη να τον καμαρώσει, και ενώ τάχατες έτριβε τον πηλό και μιλούσαν, το έφερε από δω, το έφερε απ εκεί, ζήτησε να πληρωθεί.

Ο Φαρφαράς τότε του είπε να βγει έξω να πιούν ένα ποτήρι κρασί για να βγει στερεωμένος ο φούρνος, και ύστερα να τον πληρώσει και να πάει στο καλό. Ο Ττόουλος προσπάθησε να τον πείσει να τον πληρώσει και δεν θέλει κρασί γιατί βιάζεται, αλλά ο ιδιοκτήτης υποψιασμένος επέμενε λέγοντας του ότι αν δεν καταδεχτεί να πιει ένα ποτηράκι μαζί του, δεν έχει πληρωμή.

Καταλαβαίνοντας ο Ττόουλος ότι δεν μπορούσε να τον ξεγελάσει, αλλά θέλοντας να παραστήσει ότι  πληγώθηκε η περηφάνια του, έκαμε πως θύμωσε, και του λέει,

-Άμα είσαι έτσι, δεν θέλω το κρασί σου, δεν θέλω ούτε τα λεφτά σου, αλλά ούτε θα σου παραδώσω φούρνο.

 Και βγαίνοντας έξω έφυγε βιαστικά, ενώ πίσω του ο φούρνος ξαναπήρε καθίζηση και ξαναχάλασε.

ΤΟ ΤΟΥΡΚΑΚΙ

Ο χατζηφίλιπποε ο τοκογλύφος είχε φήμη ότι δύσκολα ξεγελιόταν αλλά όσο τετραπέρατος και να είναι κάποιος, πάντα υπάρχει ο καλύτερος.

Ένα νεαρό Τουρκάκι πήγε στοίχημα με τους φίλους του ότι μπορούσε να τον ξεγελάσει.

Στο Τούρκικο καφενείο «Η συκαμινιά» στην οδό Φελλάχογλου όπου σύχναζε ο τοκογλύφος, μια μέρα τον πλησίασε και του ζήτησε μια λίρα δανεική ως την άλλη μέρα. Εφόσον η συναλλαγή ήταν μικρή, ο Τοκογλύφος έκρινε ότι δεν ήταν απαραίτητο να γίνουν χαρτιά ώστε να είναι κατοχυρωμένος.

Του έδωσε τη λίρα, και την άλλη μέρα το Τουρκάκι την επέστρεψε  πληρώνοντας τον επιπλέον τόκο πέντε σελίνια.

-Μα είναι πολλά,

λέει ο τοκογλύφος, αλλά ο νεαρός του απαντά.

-Πάρτα με βοήθησες, είναι εντάξει.

Αυτό επαναλήφθηκε ακόμα μια φορά, και ο τοκογλύφος ήταν χαρούμενος για την τόσο εύκολη κερδοφόρα συναλλαγή. Όμως θέλοντας να τηρήσει τα προσχήματα και να μην φαίνεται ότι τον εκμεταλλεύεται, την δεύτερη φορά επέμενε πιο πολύ από την πρώτη ότι ο τόκος ήταν ψηλός.

Τότε το Τουρκάκι έχοντας τον φέρει εκεί που ήθελε, του απαντά,

-Άκου να δεις, εγώ είμαι περήφανος άνθρωπος, στα δίνω γιατί έτσι θέλω και νιώθω, πάρτα, και σιώπα. Να ξέρεις, όμως, όταν σου χρωστώ ποτέ σου μην μου τα ζητάς, εγώ θα σε βρίσκω και θα σε πλερώνω. Έτσι και τα ζητήσεις, θα τα χάσεις, συμφωνείς;

Ο τοκογλύφος συμφώνησε, αφού είχε πιστέψει ότι δεν είχε φόβο να χάσει από ένα τόσο περήφανο παιδί.

Σε δυό τρείς ημέρες το Τουρκάκι ζητά άλλη μια λίρα δανεική…

Περνά μια μέρα, περνούν δύο, τρείς και τέσσερις. Κάθε μέρα στο ίδιο καφενείο, κάθε μέρα συναντιούνται, καμιά κουβέντα για τα δανικά.

Η ανησυχία κυρίευσε τον Τοκογλύφο, κατάλαβε το παιχνίδι που του έστησε ο νεαρός. Αφού έκαμε ακόμα λίγη υπομονή, σίγουρος ότι θα έχανε τη μια λίρα που του έδωκε δανική, την έβδομη μέρα δειλά και ευγενικά, ζήτησε πίσω τα χρήματα του…

-Ααα, έχασες, δεν τα παίρνεις, η συμφωνία θα τηρηθεί. Είχαμε συμφωνήσει πως θα στα έδινα εγώ μόνος μου, αν τα ζητούσες, θα τα έχανες.

Έτσι έχασε από αυτή τη συναλλαγή το ποσό των δέκα σελινιών, τόση ήταν η διαφορά της προσθαφαίρεσης από το δούναι και λαβείν της δανειστικής αυτής πράξης που έγινε χωρίς να τηρηθούν χαρτιά και υπογραφές.

Ο ΑΛΑΚΑΤΗΣ

O Αλακάτης, ήταν διορισμένος από την Αγγλική Αποικιοκρατική κυβέρνηση ως κουνουπιέρης.  Ήταν επιφορτισμένος να γυρίζει περπατητός ολημερίς σε όλη την εξοχή της επαρχίας και έχοντας στον ώμο φορτωμένο το σακίδιο γεμάτο φάρμακα και δηλητήρια και στο χέρι μια μπόμπα ψεκάσματος, να ψεκάζει τα στάσιμα νερά και τους λάκκους που είχαν νερό, για να ψοφούν τα κουνούπια και οι βδέλλες καθώς χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι το νερό για πότισμα  των αγρών, των κτηνών, αλλά και των ιδίων.

Όποτε πήγαινε να ψεκάσει στον ποταμό της Βρέξης, του άρεσε να κάθεται πάνω στο ύψωμα και να αγναντεύει τη θάλασσα.

Ήταν ένα τεμάχιο γης, ένα ευάερο μέρος που το αγάπησε και ήθελε πάση θυσία να το αποκτήσει. Ήθελε να το αγοράσει, μα δεν είχε τα χρήματα ήταν πτωχός.

Στην πολλή σκέψη να το κάμει δικό του, αποφάσισε τη ζημιά να την φορτώσει στον τοκογλύφο που τα χρήματα του δεν ήταν τίμια αποκτημένα, τοιουτοτρόπως δεν θα διέπραττε μεγάλη αμαρτία.

Πάει λοιπόν στον Χατζηφίλιππο τον τοκογλύφο και του λέει πως έχει ένα φίλο Εγγλέζο που σκορπούσε τα λεφτά του ασυλλόγιστα και συνεχώς χρειαζόταν δανικά έως ότου ξαναπληρωθεί για να τα εξοφλεί. Δεν χρειαζόταν πολλά κάθε φορά, μόνο πέντε λίρες για μια βδομάδα, και κάθε αρχή του μήνα θα τα επέστρεφε με μια λίρα παραπάνω.

Σκέφτηκε ο τοκογλύφος πως ήταν μια καλή συναλλαγή και άξιζε το ρίσκο.

Έδωσε τις πρώτες πέντε λίρες και σε λίγες μέρες πήρε πίσω έξι.

Την επόμενη φορά ο Αλακάτης του είπε πως χρειαζόταν δέκα λίρες ο φίλος του, και θα του επέστρεφε δώδεκα.

Ο Χατζηφίλιπος το σκέφτηκε λίγο, αλλά πήρε το ρίσκο.

Την τρίτη φορά το ποσό ανήλθε στις είκοσι, και το κέρδος στις τέσσερις λίρες. Ευχαριστημένος ο τοκογλύφος έτριβε τα χέρια, του άρεσε να έχει τέτοιους καλούς πελάτες.

Η επόμενη φορά όμως το ζητούμενο ποσό ανήλθε στις πενήντα λίρες. Ήταν μεγάλος ο αριθμός, και τεράστιο το ρίσκο. Το σκέφτηκε πολλή ώρα, στο τέλος νίκησε η απληστία. Έδωσε τα χρήματα και περίμενε με αγωνία την ημέρα της αποπληρωμής.

Ήρθε η μέρα, αλλά ήταν μια λυπητερή μέρα, αφού ο κουνουπιέρης δεν φάνηκε. Χάθηκε, εξαφανίστηκε. Τον έψαξε στο σπίτι του και τον ρώτησε τι συμβαίνει, και του λέει ο Αλακάτης,

-δυστυχώς ο Εγγλέζος γύρισε στην πατρίδα του, μας ξεγέλασε και τους δυό.

 

Σε λίγο καιρό ο Αλακάτης αγόρασε το μικρό χωράφι στην  περιοχή της Βρέξης που είχε βάλει στο μάτι στην τιμή των πενήντα λιρών.

ΟΙ ΝΕΚΡΙΚΕΣ ΣΑΝΙΔΕΣ

Ο Πάφιος ο Καραγκιοζοπαίχτης είχε έναν καφενέ που τον χρησιμοποιούσε και ως ταβέρνα. Ο πληθυσμός τη κοινότητας μικρός, οι πελάτες λιγοστοί, και καθώς απέναντι ήταν ακόμα μια ταβέρνα του Φκωνή, υπήρχε ανταγωνισμός.

Κάποιοι πελάτες προτιμούσαν την ταβέρνα του Φκωνή γιατί ήταν καλομάλαος και χαμηλών τόνων, κάποιοι προτιμούσαν του Πάφιου γιατί είχε ωραία φωνή και τους τραγουδούσε όμορφα.

Δύο πελάτες ο Γιαννής και ο Ττοουλής μια νύχτα ενωρίς λίγο μεθυσμένοι, για την πλάκα τους σκέφτηκαν να κάμουν μια αποκοτιά, αποφάσισαν να κλέψουν κάτι σανίδια όμορφα πελεκημένα που είχαν δει στην αποθήκη του τζαμιού στη συνοικία του Μουττάλου. Ήταν τα ξύλα που χρησιμοποιούσαν αντί για φέρετρα οι Τούρκοι για να μεταφέρουν τους πεθαμένους αφού τα νεκρικά τους έθιμα όριζαν ότι τους νεκρούς τους τοποθετούσαν τυλιγμένους σε ένα σεντόνι στις πλατιές σανίδες και τους έθαβαν γυμνούς, διότι γυμνοί ήρθαν, γυμνοί έπρεπε να φύγουν, έτσι έλεγε το κοράνι. ΄

Οι αθεόφοβοι την ίδια νύχτα τις έφεραν στην ταβέρνα του Πάφιου ο οποίος τις αγόρασε σε τιμή ευκαιρίας γιατί ήθελε να επισκευάσει τον χαλασμένο πάγκο για το σερβίρισμα.

Την άλλη νύχτα ξεμέθυστοι οι δυο φίλοι, πήγαν στην ταβέρνα να πιούν τα ποτά τους. Ξαφνιασμένοι είδαν τον πάγκο ολοκαίνουργιο και τον ταβερνιάρη να τους στρώνει πάνω πιοτό και φαΐ.

Αμέσως θυμήθηκαν την προηγούμενη νύχτα και την αποκοτιά τους. Κοίταξαν ο ένας τον άλλο με νόημα χωρίς να μιλήσουν, και ύστερα λέγει ο Γιαννής στον Πάφιο,

-Ασε τον πάγκο στρωμένο και έχουμε κάτι δουλειές, σε λίγο θα επιστρέψουμε.

Γύρισαν και έφυγαν βιαστικά, και από εκείνη την ημέρα δεν ξαναμπήκαν στην ταβέρνα, παρά μόνο τους έβλεπε ο Πάφιος να πηγαίνουν απέναντι στου Φκωνή και αναρωτιόταν τι να έπαθαν, γιατί κακοφανηστήκαν, τι τους έκαμε, αλλά απάντηση δεν έβρισκε.

ΤΟ ΔΑΜΑΛΙ

Σαν αποτέλεσμα της καταστροφής που έφερε η τουρκική κατάκτηση, υπήρχε στο νησί της Κύπρου μεγάλη φτώχεια και δυστυχία και ο πληθυσμός αραίωσε. Όταν το 1821 έγινε στην Ελλάδα η επανάσταση, αν και ο  Κυπριακός λαός δεν είχε δυνατότητα μεγάλης συμμετοχής εξαιτίας της γεωγραφικής της θέσης,  οι τουρκικές αρχές έκαμαν σκληρούς διωγμούς εναντίον του.

Εν μέσω αυτών των συνθηκών, ο Κωνσταντής ο Πενταράς εστάλει από τους γονείς του ως μισταρκός σε τσιφλίκι στην επαρχίας της Λευκωσίας.

Οι Μισταρκοί ήταν είδος εργατών που κύρια ξενοδούλευαν για να εξασφαλίζουν τροφή, και χρησιμοποιούντο ως εργάτες γης, ως βοσκοί ή και για άλλες δουλειές.

Στο τσιφλίκι ο Κωνσταντής κοιμόταν στο ασιερονάρι, όπου μέσα έβαζαν και τα ζώα τις βαρυχειμωνιές.

Μια νύχτα ένα δαμάλι ήταν άρρωστο, και έλαβε διαταγή αν το ακούσει να ποφυσά, αυτό θα σήμαινε ότι θα ψοφούσε, και να το έσφαζε πριν πεθάνει για να πάρουν το κρέας.

Κατά τα μεσάνυχτα ενώ λαγοκοιμόταν, άκουσε στον ύπνο ξεφύσημα, σηκώθηκε πήρε το μαχαίρι, και έσφαξε το ζώο. Στα σκοτεινά και στον ύπνο όμως, έκανε λάθος και αντί να σφάξει το άρρωστο δαμάλι, έσφαξε το πουλάρι.

Όταν ανακάλυψε το μεγάλο του λάθος, φοβήθηκε πολύ και σκέφτηκε ότι έπρεπε να φύγει, ήταν όμως σκοτάδι και παλιόκαιρος, έτσι περίμενε να ξημερώσει.

Έπρεπε να κρυφτεί μήπως ο μάστρος του ξυπνήσει και ανακαλύψει τι γίνηκε. Δίπλα σε μια άλλη κάμαρη είχε μια ταπατσιά κρεμασμένη στο ταβάνι, και πατώντας από σακούλα σε σακούλα γεμάτες άχυρο που ήταν στιβαγμένες, ανέβηκε και ξάπλωσε πάνω,

Εκεί βολεμένος αναμένοντας το ξημέρωμα, ξαφνικά έσπασε ένα σχοινί, η ταπατσιά έγειρε, ο Κωνσταντής έπεσε κάτω πάνω στις σακούλες, κατρακύλησε και σταμάτησε για την κακή του τύχη πάνω σε ένα κρεβάτι με ποκαλάμες που εκείνη τη νύχτα πάνω κοιμόταν ο μάστρος του με μια δούλα.

Μη έχοντας άλλη επιλογή βγήκε έξω στη βροχή και στο σκοτάδι χωρίς τα πράγματα του, χωρίς την πληρωμή του, και τρεχάτος πήρε των ομματιών του και χάθηκε μέσα στη νύχτα.

Ο ΣΑΒΑΩΣ

Επί Αγγλοκρατίας απαγορευόταν η σύναξη άλατος από τις παραλίες, γιατί οι κατακτητές ήθελαν να πωλούν το αλάτι από την Αλυκή της Λάρνακας στον πληθυσμό. Για να τους αποτρέπουν είχαν διορισμένους φύλακες, τους Αλυκάτορες, που περιπολούσαν και κατάγγελλαν τους παραβάτες.

Ο ΣαβαώΜπασιης από την Τσάδα ήταν ένας πολύ αυστηρός Αλικάτωρας και κακός άνθρωπος. Δεν χαριζόταν σε κανένα, ακόμα ανάγκαζε τους χωρικούς να τον χρηματίζουν, και από πάνω τους κατάγγελλε. Από τη μια έπαιρνε τα κανίσια, από την άλλη με δόλιο τρόπο προσπαθούσε να ξεγελάσει τα μικρά παιδιά να πάρει πληροφορίες να καταγγείλει τους γονείς.

Όλοι τον μισούσαν και προσεύχονταν το κακό που τους έκανε να γυρίσει πάνω του.

Μια φορά στην Αλυκή της Χλώρακας η Μαρίκα μάζευε άλας και τον είδε από μακριά να έρχεται καβαλικεμένος πάνω στο μαύρο άλογο του. Φοβισμένη άρχισε να τρέχει να φύγει, αλλά την έφτασε και την άρπαξε από τον ώμο να τη σταματήσει. Αυτή για να γλυτώσει το πρόστιμο του έδωσε ψεύτικο όνομα.

Όμως όταν ο Σαβαώς την άλλη μέρα κατάλαβε το ψέμα της, πήρε σβάρνα τη Χλώρακα να την ανακαλύψει.

Ο Συμεώς ένα γεροδεμένο παλικάρι ανιψιός της Μαρίκας, τον έκοψε σε ένα καντούνι και με πρόσχημα ότι ακούμπησε τη θεία του, του έδωσε ένα κερτάχι ξύλο, και ύστερα τον κατάγγειλε στην αστυνομία για παρενόχληση. Σε τέτοια λεπτά ζητήματα οι Αγγλικές αρχές ήταν προσεχτικές, έτσι η Μαρίκα γλύτωσε το πρόστιμο, και του Σαβαού του έμεινε το ξυλοφόρτωμα.

Μια επόμενη φορά στην ίδια παραλία, ο Σαβαώς βρήκε μια άλλη χωριανή να μαζεύει άλας. Αλλά αυτή πονηρή, έβγαλε το φουστάνι της και με το μεσοφόρι βούτηξε στη θάλασσα. Ο Σαβαώς φοβισμένος μην ξαναπάθει τα ίδια με την Μαρίκα, συνέχισε το δρόμο του χωρίς να την ενοχλήσει. 

Σε λίγο καιρό ο ΣαβαώΜπασιης βρέθηκε στον Ακάμα πεθαμένος. Κάποια σκάπουλα βοσκαρέτια του έστησαν καρτέρι και με μια κάλτσα γεμάτη άμμο τον χτύπησαν στην κοιλιά μέχρι θανάτου. Χρησιμοποίησαν τον τρόπο αυτό για να φανεί πως πέθανε από φυσικά αίτια και να μην ανακατωθεί η αστυνομία.

Και όλοι οι κάτοικοι στα παραθαλάσσια χωριά έστησαν γιορτή και χάρηκαν για τον θάνατο του.

ΤΟ ΑΛΜΥΡΟ ΑΡΝΙ

Ο Χαμπής ο Καραμαλλής θα βάφτιζε την κόρη του στον Άγιο Γεώργιο Πέγειας. Για το φαγοπότι που θα ακολουθούσε, αγόρασε ένα αρνί από το Γιωρκούιν του Λεωνή. Νοίκιασε το λεωφορείο του Βάννα, επιβιβάστηκαν οι καλεσμένοι και πέρασαν από τη μάντρα να φορτώσουν το ζώο. Αυτό όμως ξιππασμένο και φοβισμένο ίσως γιατί διαισθάνθηκε τη μοίρα του, πετάχτηκε τον μαντρότοιχο και άρχισε να τρέχει.

Ο Χαμπής με το Γιώρκο του Μαύρου άρχισαν να τρέχουν να το πιάσουν. Ώσπου για να γλυτώσει το κτηνό, φτάνοντας στη παραλία του Χουσείνι βούτηξε στη θάλασσα. Βούτηξαν και αυτοί να το προλάβουν, αλλά δεν τα κατάφεραν. Έτσι κουρασμένοι και περίλυποι βγήκαν στη στεριά και πάνω σε ένα βράχο στάθηκαν περίλυποι να παρακολουθούν την περιουσία τους να χάνεται στη θάλασσα.

Όταν το αρνί ξανοίχτηκε στα βαθιά, ένα κύμα το γύρισε προς τη στεριά και κουρασμένο καθώς ήταν δεν κατάλαβε πως κολυμπούσε προς τους διώκτες του.

Έτσι όταν έφτασε στα ξέβαθα οι δυό φίλοι το άρπαξαν με ευκολία και ο Γιώρκος το φορτώθηκε να το πάρουν πάνω στο χωριό, στο λεωφορείο.

Εκείνη την ώρα έτυχε να περνά ο Γιάννος ο παλιομούχταρος και καθώς παρακολούθησε το περιστατικό, αστειευόμενος τους είπε:

-Άντε καλό φάγωμα, και μην του βάλετε αλάτι, σίγουρα έχει αλμυρίσει μέσα στη θάλασσα.

Στον Άη Γιώρκη της Πέγειας που το έσφαξαν και το έκαμαν σούβλα να γιορτάσουν τη βάφτιση, δεν το έφαγαν με πολλή όρεξη καθώς βλέποντας το ένστικτο και την απέλπιδα προσπάθεια να σώσει τη ζωή του, επηρεάστηκαν όλοι ψυχολογικά.

ΤΟ ΠΑΛΙΩΜΑ

Στην ταβέρνα του Φκωνή άραζαν ζαβροί και δεξιοί. Την περίοδο μετά το 1940 οι πολιτικές αντιπαραθέσεις ήταν μεγάλες σε σημείο που σπάνια πάντρευαν τα παιδιά τους αναμεταξύ τους. Ο Φκωνής όμως μέσα στην ταβέρνα δεν επέτρεπε συζητήσεις και μαλλώματα.

Μια φορά παραμονές του Πάσχα σε κατάσταση μέθης μια παρέα από το σόι του Λαούρη και άλλους Ακελιστές, λογόφεραν με την παρέα του Νικόλα Αζίνα και άλλους Πεκκιστές γιατί ένας εκ της αριστερής παρέας άρχισε να απαγγέλλει, παρέας

-Στάλιν το μουστάκι σου εν μιάλον σαν του πεύκου,

τζιαί πάνω εν να κρεμάσουσιν ούλλους τους Πέκκους.

Επειδή όμως η επιβλητική φιγούρα του Φκωνή δεν άφηνε περιθώρια για τσακωμούς, αποφάσισαν να αναμετρηθούν στο πάλιωμα της Λαμπρής στην πλατεία της εκκλησίας.

Από τους Πεκκιστές το Αντωνούιν το Κολόιδο και από τους Ακελιστές το Αντρεούιν, ανέλαβαν να παλέψουν και να βγάλουν ασπροπρόσωπους τους δικούς τους.

Το Κολόιδον έλαχε να είναι πιο σωματώδης και η παρέα του πίστευαν πως θα νικούσε.

Από την άλλη το Αντρεούιν ήταν σιεηττάνης, έτσι η παρέα του βασιζόταν στην πονηριά του.

Για να αναδειχτεί ο νικητής, έπρεπε να καταφέρει να  γυρίσει και να ξαπλώσει ανάσκελα τον αντίπαλο του, ή να τον κάνει να παραδεχτεί ήττα.

Ήρθε η ώρα, η πλατεία γέμισε θεατές, και το πάλιωμα αρχίνησε. Φορώντας μόνο τις βράκες και το υπόλοιπο κορμί πασαλειμμένο με λάδι, άρχισαν να παλιώνουν.

 

Σε μια στιγμή το Αντρεούιν τράβηξε το βρακοζώνι του Κολόιδου, και η βράκα γλίστρησε από τη μέση του. Ντροπιασμένος το Κολόιδον έπεσε στο χώμα για να κρύψει τη γύμνια του και παραδέχτηκε την ήττα του.

ΤΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ

Ο Φυτός ήταν φτωχός και άκληρος και εργαζόταν ως βοσκός σε ένα συγγενή του. Όταν ήρθε ο καιρός να παντρευτεί, διάλεξε για νύφη του τη Δεσποινού μια όμορφη κοπελιά όμως και αυτή πολύ φτωχή. Έπρεπε λοιπόν να σκεφτεί ένα τρόπο να αγοράσει ένα σπιτάκι και να φτιάξει την οικογένεια του.

Ένα μεγάλο Σάββατο, μάντρισε το κοπάδι, έβαλε τα καλά του και πρίν πάει στην εκκλησιά πέρασε από το καφενείο του Χ΄Φίλιππου στο έμπα της πλατείας λίγο πριν την εκκλησιά. Απ έξω είχε μια μεγαλη καμάρα και η πόρτα ήταν ανοιχτή. Οι άλλοι χωριανοί κάθονταν στο σύθαμπο της λάμπας πετρελαίου σιγοπίνοντας τον καφέ τους και να σιγοκουβεντιάζοντας.

Μπήκε μέσα ο Φυτός, παράγγειλε καφέ, και ύστερα γύρεψε από τον τοκογλύφο να του πουλήσει το μικρό σπιτάκι με την μικρή αυλή στην πάνω γειτονιά,

Ο Χ΄Φίλιππος γέλασε καθώς ήταν σίγουρος πως ο Φυτός χωραττευε. Ήξεραν όλοι τη φτώχεια και τη μιζέρια του, ήξεραν πως δεν είχε στον ήλιο μοίρα, ήταν ένας μισταρκός.

Για να του ανταποδώσει το χωραττό, με ύφος ειρωνικό του ανταπάντησε ότι αν είχε δεκατρείς λίρες, το σπίτι που άξιζε πενήντα ήταν δικό του, αφού γνωρίζοντας τη φτώχεια του ούτε μια λίρα δεν μπορούσε να βρει, πόσο μάλλον δεκατρείς.

Το στοίχημα πήγε, και έκαναν ττόκκα.

Σε λίγες μέρες αφού ο Χ΄Φίλιππος ξέχασε το γεγονός, νάσου μπροστά του ο Φυτός με δεκατρείς λίρες να αγοράσει το σπίτι.

Φωνές και μαλώματα ακούστηκαν σε όλη τη γειτονιά. Ο Χ’ Φίλιππος αρνιόταν και του εξηγούσε πως ήταν ένα χωραττό, ο Φυτός όμως επέμενε και απαιτούσε να τηρηθεί η συμφωνία.

Στο τέλος  ο Χ΄Φίλιππος έβγαλε έξω τον θρασύ βοσκό, που μουρμουρίζοντας θυμωμένα έφυγε με μεγάλες δρασκελιές.

Πέρασε λίγος καιρός, ξαφνικά ένας ζαφτιές έφερε μια δικαστική κλήση του Χ΄Φίλιππου.

Ο Φυτός τον είχε μηνήσει για αθέτηση προφορικής συμφωνίας. Πήγαν στο δικαστήριο, καλέστηκαν σαν μάρτυρες όλοι όσοι ήταν μες στο καφενείο εκείνο το Μεγάλο Σάββατο, και ο δικαστής ακούγοντας όλες τις μαρτυρίες, αποφάσισε ότι η συμφωνία ήταν νόμιμη και έβγαλε απόφαση να βουλωθεί το σπίτι στον Φυτό έναντι αντιτίμου δεκατριών λιρών, και επίσης τα έξοδα της δίκης να πληρωθούν από τον Χ΄Φίλιππο.

Πήρε το σπίτι στην κατοχή του ο Φυτος και αφού παντρεύτηκε τη Δεσποινου κατοίκησαν μέσα, υπάρχει δε  μέχρι σήμερα επισκευασμένο και συντηρημένο, και σε αυτό κατοικά η εγγονός του Φυτού μαζί με την οικογένεια της.  

 

Ο ΧΑΛΙΛΗΣ

Ο Λεωνής Σιαμμάς βοσκός και περβολάρης, είχε ένα γάιδαρο που τον φώναζε Χαλίλη. Χαλίλης ήταν ένας Τούρκος που αγόραζε το γάλα από τους βοσκούς και το επεξεργαζόταν φτιάχνοντας χαλούμια και αναράδες.

Αλλά επειδή οι βοσκοί ήταν πολλοί και αυτός  μοναχός πράτης, αγόραζε πολύ φτηνά. Έτσι ήταν αντιπαθής στους βοσκούς, και ο Λεωνής που τον είχε άκτι, ονομάτισε τον γάιδαρο του Χαλίλη.

Μια φορά που φόρτωσε το γάλα και περίμενε στην ουρά να το παραδώσει, ο γάιδαρος ήταν ανήσυχος και πορτοκλωτσούσε. Προσπάθησε να τον καθησυχάσει χαϊδεύοντας τον, αλλά τίποτα. Στη πολλή ώρα που δεν ησύχαζε, ο Λεωνής νευριασμένος του έβαλε μια δυνατή φωνή,

-σταμάτα Χαλήλη, εν να σιωνοστεί το γάλα.

Αμέσως κατάλαβε τη γκάφα που διέπραξε και δάγκωσε τα χείλη του, ήταν όμως πλέον αργά. Ότι φέρνει η ώρα λέει η παροιμία, δεν τα φέρνει ο χρόνος. Γεμάτος ενοχή, γύρισε προς τη χανούμισσα Τουρκάλα γυναίκα του Χαλίλη με την ελπίδα πως δεν άκουσε, αλλά την είδε αγριεμένη γεμάτη θυμό και παράπονο,

-Μπράβο πε, λαλείς όνομα γάρου σου, όνομα άνδρα μου, έν αντρέπεαι; Άμα είσε έτσι, εν πιάννω γάλα σου».

Από τότες ο Λεωνής άλλαξε το όνομα του γαϊδάρου, και τον φώναζε Σιερκά…

 

Το συνήθειο όμως δεν είναι εύκολο να κοπεί...

Την παραγωγή από τα περβόλια του ο Λεωνής συνήθως τη φόρτωνε στον γάιδαρο του με το νέο όνομα τον Σιερκάς, και πήγαινε στη συνοικία του Μουττάλου να τα πουλήσει. Φόρτωνε ποικιλία χορταρικών, κρεμμύδια, παντζάρια και πατάτες. Κάθε φορά οι Τουρκάλες τον ανέμεναν να ψωνίσουν γιατί είχε βγάλει καλό όνομα για την καλή ποιότητα των οπωρικών του. Μια φορά όμως στην κεντρική πλατεία που δεν φαίνονταν κοντά να υπάρχουν Τούρκοι, πάλι ξεχάστηκε και αποκάλεσε το γάιδαρο του Μομίνη. Ο Μομίνης ήταν ένας Τούρκος γυρολόγος που γύριζε τα χωριά και φώναζε «αυκά πουλιά γοράζω, ποτσιά της πογιάς» για να ακούσουν οι νοικοκυρές να βγουν έξω και να κάμουν τράμπα. Εκεί λοιπόν που νόμισε ότι δεν τον άκουσε κανείς, νάσου από μια αυλή σπιτιού δίπλα του, να βγαίνουν πέντε έξι χανούμισσες και να τον περικυκλώνουν απειλητικά, ενώ από πιο πέρα αρχίνησαν να έρχονται και άλλες που είδαν τις πρώτες και αντελήφθησαν ότι κάτι συμβαίνει. Σε λίγα λεπτά τον είχαν περικυκλώσει κάμποσες έτοιμες να τον «δικάσουν».

Ο Λεωνής έντρομος έμεινε να τις κοιτάζει λυπητερά και αμήχανα. Ήξερε ότι οι Τούρκοι το έφεραν βαρέως και δεν ανέχονταν οι Χριστιανοί να ονοματίζουν τους γάιδαρους με Τούρκικα ονόματα.

Αυτό το χασκιασμένο και λυπητερό του ύφος όμως, ήταν αυτό που τον γλίτωσε. Μια Τούρκισσα χανούμισσα πελάτισσα του τον λυπήθηκε και έκαμε πρόταση να μην τον δικάσουν, αλλά και ο Λεωνής να μην ξαναφωνάξει τον γάιδαρο του με Τούρκικο όνομα.

Από τότες ο Λεωνής, φώναζε τον γάιδαρο του μόνο με το όνομα Σιερκάς.

ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΗΣ ΜΙΝΘΗΣ

Ο Λεωνής του Σιαμμά και η γυναίκα του η Δεσποινού δυό καλοί νοικοκυρέοι δούλευαν σκληρά την περιουσία τους. Ρέντευαν τα χωράφια τους, είχαν ένα μικρό κοπάδι από πρόβατα, επίσης είχαν δένδρα καρπερά όπως ελιές, τερατσιές, και τρεμιθιές. Όποτε και όπου είχε πανήγυρι στη περιοχή κοντά ή μακριά, ο Λεωνής φόρτωνε τον γάδαρο του το Σιερκά με προϊόντα και πήγαινε να τα πουλήσει.

Το ταξίδι για το πανυγήρι στη Τσάδα ήταν μακρινό, έτσι την νύχτα της παραμονής αφού κοιμήθηκε λίγο, φόρτωσε τον Σιερκά με κούζους χαλούμια, βίκο, ρεβίθια και μαυρόκοκκο, καβαλίκεψε και ο ίδιος και ξεκίνησε για το μακρινό ταξίδι.

Ήταν κάμποση η στράτα, υπολόγιζε με το ξημέρωμα να είναι εκεί να πιάσει πόστο καλό, και να απλώσει την πραμάτεια του.

Ξεκίνησε το λοιπόν, αλλά κουρασμένος από τη σκληρή δουλειά της προηγούμενης μέρας, λαγοκοιμόταν και άφηνε το γάιδαρο να προχωρά μόνος του.

Στο δρόμο παιρνόντας κάτω από ένα χαμηλό δένδρο, έδωκε στην κεφαλή του ένα κλωνί και ξύπνησε απότομα. Ξιπάστηκε και άρχισε να φωνάζει «μαυρόκοκκος, φτηνός μαυρόκοκκος»… Από την πολλη έγνοια, με το απότομο ξύπνημα άρχισε να διαλαλεί την πραμάτεια του.

Κοιτάζει γυρω νυσταγμένος, είχε ξημερώσει,  βλέπει εμπρός του την Δεσποινού, την γυναίκα του. Απορημένος και ξαφνιασμένος την ρωτάει τι γυρεύει στο πανηγύρι, αλλά η Δεσποινού θυμωμένη τον ρωτάει τι γυρεύει αυτός εδώ αντί στο πανηγύρι.

Μα τί είχε συμβεί; διερωτήθηκε.

Όταν ξύπνησε καλά, κατάλαβε. Όταν είχε αποκοιμηθεί, στη μέση του δρόμου χωρίς καθοδήγηση, ο γάιδαρος αντί να τον πάρει στο πανηγύρι, έκλωσε και τον ξανάφερε π’ισω στο σπίτι.

Έχασε το πανηγύρι, έχασε να πουλήσει, έχασε να ψουμνήσει. Το μόνο σίγουρο που κέρδισε, θα ήταν η μουρμούρα της Δεσποινούς που θα διαρκούσε πολλές ημέρες.

 

ΤΟΥ ΑΛΑΤΙΟΥ

Ο Πάπουτσος ο παππούς του Γιώρκου του Όψιμου γνωστός αβάττατζιης, επειδή ήταν ευχάριστος τύπος που ελεγε αστεία και χωταττά, καμιά φορά στην ταβέρνα κάποιες παρέες τον προσκαλούσαν και τον κερνούσαν.

Μια φορά που καθόταν μοναχός και περίμενε μήπως φανεί κανένας φοαρτάς,  μόλις είδε τον Πιστέντη με τον κουμπάρο του τον Αχιλλέα του Βλόκκου τους προσηκώθηκε και τους έδωκε καρέκλες.

Ομως δεν τον φώναξαν να κάτσει μαζί τους, και από μέσα του τον έτρωγε το σαράκι καθώς αναγκαζόταν να πληρώνει τα πιοτά του.

 Ο Πιστέντης ο Κούμνος με τον κουμπάρο του έκατσαν με τις ώρες στη ταβέρνα, ωσπου σε μια στιγμή ο ταβερνιάρης τους είπε πως έλειψαν τα ορεκτικά.

-Ρε Πάπουτσε,

λέει ο Πιστέντης,

-εν πετάσσεσαι τσιή πάνω στη βραχτή να πεις της Αναστασιάς να σου δώσει πάνω κάτω τσιαί καμιάν πατάτα βραστή να φέρεις;

Πήγε ο Πάπουτσος και βρήκε την γυναίκα του Πιστέντη την Αναστασιά μαζί με τη μάνα της τη Χαραλαμπούν να βοτανίζουν, και καθώς ενοχλημένος που δεν τον κέρασαςν, άρχισε να τις βάζει πάνω

-Οι αχαίρευτοι, μπεκροπίνουν που το πρωί και δεν πάνε δουλειά, ούλλος ο κόσμος περιπαίζει τους. Αντί νάρτουν να δουλέψουν, θέλουν τσιαί δούλες;

Οι αγαθές γυναίκες παρασυρμένες από τα λόγια του θύμωσαν, και νευριασμένες του απάντησαν

-να τους τους πείς να πάσιν στο μάλιν τους να φκάλουν πατάτες.

Πήρε το χαπάριν ο Πάπουστος, και νευριασμένος ο Πιστέντης καθώς ήταν οξύθυμος, διά τριάππιθκια, ευρέθην στην βραχτήν. Άρπαξε ένα στελίφι και αρχίνισε να δέρνει τις δυο γυναίκες, έκαμεν τες του αλατιού.

Ο Πάπουτσος γυρνώντας πίσω, όποιον έβρισκε στο δρόμο του έλεγε,

 -Επήεν ο Κούμνος τσιαί έδερεν τες, ένεν καλά που έκαμεν, εν τέλεια πελλός.

Έμαθε ο Πιστέντης τι έλεγε, και νευριασμένος πάει να τον δέρει. Σαν τον βλέπει ο Πάπουτσος και κοψονούρης που ήταν, άλλαξε τροπάρι, και κάνοντας πως δεν τον ειδε, αρχίνισε να λέει στους άλλους,

-Καλά τους έκαμε ο Κούμνος, έπρεπε να τους  δώσει τσι άλλες.

Τον ακουσε ο Πιστέντης, τον πήρε το γέλιο, και αντί να τον δέρει, του λέει,

-άτε ρέ Πάπουτσε, πάμεν να πιούμεν καμιάν πινιάν». 

ΕΝ ΚΑΙΡΩ ΤΩ ΔΕΟΝΤΙ

Οι τοκογλύφοι είναι αμείλικτοι, δεν λυπούνται ούτε στεναχωρούνται όταν αναγκάζουν τους χρεώστες να τους εξοφλήσουν οι οποίοι τις πλείστες φορές οδηγούνται στη πτώχευση ακόμα και στην αυτοκτονία.

Ο ΠετρασιήληςΑχμέτ ήταν ένας μεγαλέμπορος Τουρκοκύπριος που είχε μπακάλικο στη πλατεία του Μουττάλου και πωλούσε λιανικώς, αλλά δίπλα είχε αποθήκες γεμάτες όλων των ειδών προϊόντων που πωλούσε χοντρικώς σε άλλους μαγαζάτορες της πόλης και των περιχώρων. Είχε πολλά χρήματα αλλά καθώς φιλάργυρος, ήθελε περισσότερα. Έτσι ταυτόχρονα με το εμπόριο ησχολείτο με την τοκογλυφία.

Οι τοκογλύφοι σπάνια χάνουν χρήματα, γιατί βάζουν τους δανειολήπτες πρώτα να υπογράφουν για το επιστραφέν ποσό στην συμφωνημένη ημερομηνία. Είναι σπάνιες οι φορές που ξεγελάστηκαν, ώστε αυτές μένουν ως κατορθώματα που τα διηγείται ο κόσμος.

Μια φορά ο Μήτρος Ιωακείμ ένας φημισμένος πονηρός, πήγε για δανικά. Ο Πετρασιήλης ήτο πολύ απησχολημένος καθώς είχε πελατεία και του είπε να περιμένει. Ο Μήτρος όμως που βιαζόταν, του αρχίνησε κουβέντα και στο πόδι συμφώνησαν το ποσό και για να μην καθυστερεί από τους πελάτες του πρότεινε να συντάξει το έγγραφο. Ύστερα αφού ο Πετρασιήλης το διάβασε του έδωσε τα χρήματα.

Πέρασε όμως καιρός και ο Μήτρος δεν επέστρεφε τα χρήματα. Αφού απόειδε ο τοκογλύφος, τον πήρε δικαστήριο.

Όμως ήταν μεγάλη η έκπληξη του όταν το δικαστήριο δεν έβγαλε καταδικαστική απόφαση. Όταν ο δικηγόρος του εξήγησε το λόγο από τη μια θύμωσε, και από την άλλη θαύμασε την πονηριά του Μήτρου που στο συμφωνητικό έγραψε μετά την ημερομηνία εξόφλησης μια λόγια φράση που αναιρούσε το χρόνο εξόφλησης, και καθώς ήταν αρχαία φράση, ο Τούρκος εφέντης δεν εννόησε.

Η φράση που αναιρούσε την ημερομηνία ήταν … ή «Εν καιρώ τω δέοντι», δηλαδή μόλις βρεθεί ο κατάλληλος χρόνος, ή η κατάλληλη ευκαιρία.


Ο ΚΕΝΤΙΚΕΛΕΝΗΣ

Η λέξη κεντικελένης προέρχεται από τις Τούρκικες λέξεις GİTMEK+GELİYORUM που σημαίνει πάει και έρχεται, και εννοεί όποιον δεν έχει σταθερότητα στις σκέψεις του και στις πράξεις του. Στη Κυπριακή διάλεκτο εννοούμε τον άνθρωπο που είναι ασταθής, άξεστος, αμόρφωτος, αλήτης.

Το 1860 στο Δάλι ζούσε ο Νικόλας ένας τέτοιος άνθρωπος, και για να τον ξεχωρίζουν από τους άλλους Νικόλες τους καλούς, τον συνάφερναν Νικολό.

Ο Νικολός παντρεύτηκε στο χωριό του, αλλά καθώς άστατος παράτησε τη γυναίκα του και μετοίκησε στην Τίμη. Παντρεύτηκε μια πανέμορφη κοπέλα, αλλά δεν την είχε καλά. Μέρα νύχτα την έβγαζε αραχτός στα καφενεία, δουλειά δεν πήγαινε, ήταν ένας κεντικελένης.

Φίλεψε με ένα Τουρκί όμοιο στο χαρακτήρα, και οι δυο αχαΐρευτοι την έβγαζαν στη γύρα και στα κρασοπουλειά πίνοντας και σχεδιάζοντας παγαποντιές.

Το Τουρκί αγάπησε παράφορα μια Τουρκάλα, την κόρη του Χότζα. Επιμόνως την ζητούσε σε γάμο αλλά ο χότζας ανένδοτος δεν τον ήθελε για γαμπρό. Τον πόνο του τον έβγαζε στον φίλο του κάθε που μπεκρόπιναν, οπότε ο Νικολός για να ευχαριστήσει το φίλο του, με την σύμφωνο γνώμη του αποφάσισε να ξεπαστρέψει τον Χότζα, να τον σκοτώσει, να μείνει το πεδίο ελεύθερο να παντρευτεί την κόρη του.

Του έστησε καραούλι ένα πρωινό μες τις ερημιές, και πίσω από μια συστάδα δένδρων τον παραμόνεψε και τον πυροβόλησε. Ύστερα καβαλίκεψε το άλογο του να πάει στην πόλη στην αστυνομία να καταγγείλει πως κάποιοι σκότωσαν τον Χότζα και αυτός τον βρήκε αιμόφυρτο να πλέει στο αίμα του. Ήθελε με αυτό τον τρόπο να παραπλανήσει τους αστυνομικούς και να μην υποψιαστούν τον ίδιο.

Όταν έφτασε στα μισά του δρόμου στο χωριό Αχέλια, κατεβαίνοντας το άλογο με ορμή την κατηφόρα του ποταμού, περνώντας κάτω από ένα μεγάλο δένδρο, απρόσεχτος ο Νικολός δεν πρόσεξε ένα χοντρό χαμηλό κλαρί και έδωσε με φόρα πάνω του. Τον χτύπημα τον βρήκε στο στήθος και έπεσε κάτω σπαρταρώντας. Όταν σε λίγο τον βρήκαν άλλοι διαβάτες, ώσπου να τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο ξεψύχησε από εσσωτερική αιμορραγία.

Στο χωριό δεν τον έκλαψαν πολλοί, ακόμα και η γυναίκα του που ήταν αγκαστρωμένη, δεν πήρε τον θάνατο του πολύ κατάκαρδα. Όμως κράτησε τους τύπους και τα έθιμα, έτσι όταν γέννησε το παιδί του το βάφτισε τιμής ένεκεν Νικόλα.

Ο καιρός πέρασε, η χήρα με χίλιους δυο κόπους προσπαθούσε να αναγιώσει τον μικρό Νικόλα. Οι εποχές ήταν δύσκολες, οι γονείς της πολύ πτωχοί μεροκαματιάρηδες, δεν μπορούσαν να της δώσουν όση βοήθεια χρειαζόταν. Έτσι όταν μια μέρα της προξένεψαν έναν πλούσιο από τη Σουσκιού, την πάντρεψαν μαζί του.

Ήταν ο Χ΄΄ Σεραφείμ ο τοκογλύφος του χωριού και των περιχώρων. Μεγάλος σε ηλικία, κακός με τους οφειλέτες, αλλά με τη γυναίκα του στάθηκε πολύ καλός. Αγάπησε αυτήν και τον μικρό Νικόλα και μαζί έζησαν μια ζωή χαρισάμενη.

ΜΝΗΜΕΙΟ ΣΦΑΓΙΑΣΘΕΝΤΩΝ ΣΤΑ ΜΑΜΩΝΙΑ

Την περίοδο της Αγγλοκρατίας όπου οι Άγγλοι αγόρασαν την Κύπρο από τους Τούρκους, οι Τουρκοκύπριοι ζούσαν υπό την εύνοια των Αποικιοκρατών, και πολλοί από αυτούς συμπεριφέρονταν βάναυσα στους Χριστιανούς υπό το στραβό βλέμμα των Βρεττανών.

Η φτώχια στον πληθυσμό ήταν αβάσταχτη και οι κάτοικοι διαβιούσαν υπό ανέχεια. Το έγκλημα άνθιζε και οι κάτοικοι υπέφεραν. Όταν τα Χασαμπουλιά δρούσαν, είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόμος από την Πάφο μέχρι τη Λεμεσό.

Η δράση τους τερματίστηκε το 1896. Σε αυτή την περίοδο στο χωριό Μαμώνια ζούσε ο Αντωνής ένας μεγαλοτσιφλικάς, που πάντρεψε την κόρη του Παναγιωτού με τον Χρήστο, αργότερα Πελλόχρηστο επίθετο που παραμένει στους απογόνους του μέχρι σήμερα.

Ο Χρήστος καταγόταν από ο Παλαιχώρι και ήταν αδερφός του πατέρα του Πολύκαρπου Γιωρκάτζιη. Η μάνα του  πέθανε στη γέννα και την ανατροφή του ανέλαβε η πρωτότοκος αδερφή του Μαρία.

Στα δεκαεφτά του χρόνια το έσκασε και πήγε στην Ελλάδα όπου κατετάγει στο στρατό και έλαβε μέρος στον «ατυχή πόλεμο» το 1897.

Ατυχής πόλεμος ήταν ο πόλεμος μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του Βασιλείου της Ελλάδας με αφορμή το Κρητικό Ζήτημα, στο οποίο η Ελληνική πλειοψηφία της Οθωμανικής επαρχίας της Κρήτης επιθυμούσε την Ένωση με την Ελλάδα. Ονομάστηκε ατυχής γιατί έληξε με την ήττα της Ελλάδας.

Στην επιστροφή του ο Χρήστος από ντροπή γιατί έφυγε σκαστός αλλά και για την ήττα του πολέμου, δεν πήγε στους γονιούς που τον ανέθρεψαν, αλλά κατετάγη στο σώμα των έφιππων αστυνομικών της αποικιακής κυβέρνησης. Τον φώναζαν Χρήστος ο Σουβαρής καθώς έτσι ονομάτιζαν τους έφιππους αστυνομικούς. Ήταν μεγαλόσωμος και το έλεγε η καρδιά του, έτσι γρήγορα απόχτησε φήμη σκληρού ανδρός.

Καθώς λοιπόν παλικάρι, τον μετέθεσαν στο σταθμό των Μαμωνιών όπου εκεί το έγκλημα ανθούσε ώς συνέπεια της δράσης των Χασαμπουλιών και των εναπομενόντων συντρόφων και συνεργατών τους.

Ο Χρήστος παντρεύτηκε την Παναγιωτού την κόρη του Αντωνή με την οποία έκανε δεκατέσσερα παιδιά εκ των οποίων επέζησαν μόνο τα μισά. Μια κόρη του η μικρότερη η Ευφημία, παντρεύτηκε τον Ζωσιμά Παπάζωσιμά από τη Σουσκιού, πατέρα του Ανδρέα Παπάζωσιμά, ο οποίος μου διηγήθηκε την ιστορία αυτή.

 

Στη Τίμη ζούσε ένας ψυχοπαθής Τουρκοκύπριος τσιφλικάς και αυτός. Ήταν μεγαλόσωμος, χειροδύναμος με μαυριδερό δέρμα, έτσι τον φώναζαν Μαύρατσο.

 

Ήταν κακός άνθρωπος και πίκρης, αδικούσε πολλούς, έδερνε όποιον τον λοξοκοιτούσε, είχε μια βάναυση συμπεριφορά προς όλους. Οι άνθρωποι τον φοβούνταν και εναπόθεσαν τις ελπίδες τους για δικαιοσύνη στην αστυνομία.

Όμως αυτός δεν λογάριαζε ούτε αστυνομία, και όταν δυο φορές δοκίμασαν να τον συλλάβουν, έδειρε τους αστυνομικούς.

 

Αστυνόμος στο σταθμό της Πάφου ήταν ο Καρεκλάς που σκέφτηκε πως καλά θα μπορούσε να τον κάνει μόνο ένας πιο πελλός, έτσι φώναξε τον Χρήστο που είχε νάμι από το σταθμό των Μαμονιών, και τον διέταξε να τον συλλάβει. Όμως γνωρίζοντας την πελλάρα που είχε κι αυτός, του συνέστησε την προσοχή να τον φέρει ζωντανό και όχι σκοτωμένο.

Ο Χρήστος πήρε έναν αστυνομικό για βοηθό και έφιπποι με ένα ακόμα άλογο μετέβησαν στην Τίμη, μπήκαν μες τον καφενέ και ρώτησε ποιος είναι ο εφέντης Μαύρατσος.

Στη γωνια του καφενέ όπου καθόταν ο λεγάμενος Τούρκος καπνίζοντας ναργιλέ και πίνοντας καφέ, που τους άκουσε με απύθμενη ανέδεια πολοήθηκε με μια βρισιά στο στόμα,

-Πεν πε ππεζεβέγκ, εγιώ είμαι, τί θέλεις με;

 

Ο χρήστος χωρίς να απαντήσει, προχώρησε με ανοιχτές δρασκελιές κατά πάνω του και με ένα ρόπαλο του έδωσε μια στο κεφάλι και ύστερα άλλη μια, και όταν έπεσε αιμόφυρτος με ένα ραβδί άρχισε να τον δέρνει αβέρτα. Τα αίματα πιτούσαν και το πάτωμα βάφτηκε κόκκινο.

Όταν σταμάτησε να σπαρταρά, διέταξε τον βοηθό του και τον έδεσε χειροπόδαρα, και ύστερα τον φόρτωσαν στο άλογο και ξεκίνησαν για τον αστυνομικό σταθμό στο Κτήμα. Στο έμπα της πόλης όσοι βλέποντας το αιματοβαμμένο σώμα μπρούμητα στη ράχη του αλόγου, άρχισαν να μουρμουρίζουν πως είναι πεθαμένος Και ο αστυνόμος από ψηλά στο μπαλκόνι του αστυνομικού σταθμού βλέποντας το ακίνητο σώμα το ίδιο πίστεψε, και θυμωμένος έβγαλε μια δυνατή φωνή επίπληξης προς τον Χρίστο,

-βρε Πελλόγρηστε σου είπα να μου τον φέρεις ζωντανό, όχι πεθαμένο.

Και ο Πελλόγρηστος μειδιώντας, σήκωσε το ραβδί και έδωσε μια δυνατή βιτσιά στα κολωμέρια του αιχμαλώτου, οπότε αυτός άρχισε να βογκά δυνατά, σημάδι πως ήταν ζωντανός.

Από εκείνο τον καιρό έμεινε ο Χρήστος με το όνομα Πελλόγρηστος, παραγκόμι που συνοδεύει μέχρι σήμερα τους απογόνους του.

 

Ο Χρίστος και η Παναγιώτα, όταν ήταν 83 και 75 ετών αμφότεροι, καθώς και ακόμα ένας γέροντας, δολοφονήθηκαν αναίτια ενώ εργάζοντο ένα πρωινό του Αυγούστου του 1958, στα χωράφια τους στα Μαμώνια από Τούρκους της περιοχής. Σε δημοσιεύματα εφημερίδων της εποχής αναφέρεται ότι εσφάγησαν και κατακρεουργήθηκαν, και τα κεφάλια τους αποκόπηκαν από τα σώματα τους.

Προς τιμήν τους η κοινότης των Μαμονιών ανήγειρε μνημείο στο οποίο αναγράφεται ότι σφαγιάστηκαν από τους Τούρκους το 1958:

ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ

1.     ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΥΡΙΑΟΥ ΕΤΩΝ 83

2.     ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥ ΕΤΩΝ 75

3.     ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΕΤΩΝ 73

ΣΦΑΓΙΑ ΣΤΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ ΤΟ 1958

ΕΤΣΙ ΗΤΑΝ ΤΟ ΓΡΑΦΤΟΝ ΤΗΣ

Ο Αγαθοκλής δεν ήθελε να παντρέψει την κόρη του με εκείνον που αγάπαν, αλλά με έναν πλούσιο χήρο διπλάσιο στα χρόνια της.

Η Γαλατού όμως ήταν αγαπημένη με ένα όμορφο παλικάρι που πήγε στα ξένα να εργαστεί να μαζέψει ριάλια να την παντρευτεί.

Του έγραψε ένα γράμμα και του εξηγούσε πως δεν μπορούσε να αρνηστεί και θα την πάντρευαν με το ζόρι, έτσι έπρεπε να γυρίσει αμέσως από την ξενιτιά και να την κλέψει.

Ο αγαπημένος της όμως ήταν πολύ μακριά και δεν προλάβαινε, έτσι συμφώνησαν να κλεφτούν μετά το γάμο της.

Πάντρεψαν τη Γαλατού με το ζόρι, και σε μια εβδομάδα γύρισε ο καλός της έτοιμος να την κλέψει. Όμως τι δυστυχία, η αγαπημένη του δεν τον ήθελε πλέον. Καθώς κόρη ακόμη, όταν με το σύζυγο της την πρώτη νύχτα του γάμου ευχαριστήθηκε πολύ, αποφάσισε πως ήθελε να ζήσει μαζί του.

Και για δικαιολογία στον εαυτό της και στον παλιό αγαπητικό της, αποφάσισε πως έτσι ήταν το γραφτόν της.

ΜΙΛΛΩΜΕΝΟ

Ο Αντρικκής ήταν σκάπουλλος αλλά έχοντας ανάγκη να ικανοποιεί τις σεξουαλικές του ορέξεις, κάθε τόσο καιρό επισκεπτόταν τις παστρικές στο Κτήμα και έκανε τη δουλειά του. Η ταρίφα ήταν δέκα σελίνια, ήταν η εποχή μετά τον αγώνα τη ΕΟΚΑ και την ανακήρυξη της Κυπριακής δημοκρατίας.

Μια φορά μέσα στη βαρυχειμωνιά, μια νύχτα είχε φοβερές ορέξεις, αλλά στη τσέπη είχε μόνο τρία σελίνια. Εξάλλου χρειαζόταν να πληρώσει ταξί για τη μεταφορά, τα έξοδα ήταν πολλά, ως εκ τούτου αποφάσισε πως μια επίσκεψη στις λεγάμενες ήταν αδύνατη.

Στο χωριό ζούσε μια χήρα φτωχή που για να ανταπεξέρχεται στις οικονομικές της ανάγκες, καμιά φορά δεχόταν επισκέψεις από άνδρες τους οποίους χρέωνε πέντε σελίνια. Ο Αντρικκής σκέφτηκε να της χτυπήσει την πόρτα και να την παρακαλέσει να του κάνει πίστωση.

Αυτό έκανε λοιπόν, αλλά η χήρα του αγνίστηκε και του είπε πως για τέτοιες δουλειές δεν κάνει βερεσέ.

Τι να κάμει ο καημένος, αποφάσισε να πάει σε μια μακρινή του θεια να την παρακαλέσει να τον δανείσει δυο σελίνια.

Πάει το λοιπόν, της χτυπά την πόρτα και της εξηγεί τον πόνο του.

Και η θειά του η καλή που ήθελα να τον βοηθήσει, του λέει

-Αντρίκο έμπα έσσω να σου δώσω δυό σελίνια, αλλά δεν χρειάζεται να τα ξοδέψεις, θα σε βοηθήσω εγώ

Μπήκε ο Αντρίκκος έσσω και η καλή του θεια με πολλή προθυμία τον βοήθησε να βγάλει τον πόνο του.

Έτσι εκείνη τη μέρα έκανε τη δουλειά του τσάμπα και έμεινε ευχαριστημένος, γλύτωσε τα τρία σελίνια, και από πάνω κέρδισε άλλα δύο.

ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Ήταν ένας Γιαννής που δεν ήξερε από θρησκεία, ούτε τον ενδιέφερε και δεν πήγαινε εκκλησία. Αντιθέτως η γυναίκα του ήταν πολύ Θεοφοβούμενη και δεν έχανε λειτουργία ή εσπερινό. Το παράπονο της ήταν πολύ μεγάλο για τον άθεο άνδρα της και όλο του μουρμουρούσε.

Αυτός μια Κυριακή, αποφάσισε να της κάνει το χατίρι να πάνε μαζί στην εκκλησία. Ήταν η πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, η Κυριακή της Ορθοδοξίας που η λειτουργία γινόταν σε ανάμνηση της αναστήλωσης των εικόνων από την αυτοκράτειρα Θεοδώρα. Κατ΄ αυτήν οι πιστοί περιέφεραν τις εικόνες σε λιτή προς δόξαν της αυτοκράτειρας.

Όταν ήρθε η ώρα της λιτής, οι πιστοί έπαιρναν από μια εικόνα Αγίου και ακολουθούσαν τον ιερέα. Όταν ήρθε η σειρά του Γιαννή, οι εικόνες είχαν τελειώσει, τις πήραν όλες. Πάει ο Γιαννής, σβήνει κάτι κεριά από το μανουάλι και το φορτώνεται στον ώμο έτοιμος να ακολουθήσει τους άλλους. Η γυναίκα του βλέποντας τον, γεμάτη ντροπή έτρεξε κοντά του και του έβαλε τις φωνές.

Και ο αθεόφοβος γυρίζει και της λέει,

-καλά ρε γυναίκα, σήμερα βρήκες να με φέρεις στην εκκλησία μέρα που κάνουν μετακόμιση, μέρα που έχω και έναν σφάχτη στο πλευρό;

ΣΑΡΑΝΤΑΠΕΝΤΕ ΓΙΑΝΝΗΔΕΣ ΕΝΟΣ ΚΟΚΟΡΟΥ ΓΝΩΣΗ

Ήταν ένας Χωραίτης δημόσιος υπάλληλος που εξών από σπίτι-δουλειά δεν ήξερε τίποτε άλλο. Μια φορά αποφάσισε να πάει με το αυτοκίνητο του μια εκδρομή μέχρι τον Ακάμα να γνωρίσει κι΄ άλλους τόπους.

Όταν έφτασε μες τες ερημιές συνάντησε ένα βοσκό με το κοπάδι του. Σταμάτησε να ξεμουδιάσει, να κόψει και καμιά κουβέντα μαζί του γιατί είχε βαρεθεί τόσες ώρες οδήγημα μόνος του.

-Πολύ μεγάλο το κοπάδι σου, του λέει.

-ναι, αν βρεις πόσα χτηνά έχω, να σου χαρίσω ένα, απαντά ο βοσκός.

Στην τύχη ο δημόσιος υπάλληλος του λέει, 350.

-Κέρδισες, έμπα στο κοπάδι και διάλεξε όποιο χτηνό θέλεις.

Με χαρά ο άνθρωπος για την ανέλπιστη του τύχη, άρχισε να πασπατεύει τα ζώα να βρει ένα παχουλό να πάρει μαζί του.

Στη πολλή ώρα βρήκε ένα παχουλό, το άρπαξε και το φορτώθηκε να το πάρει στο αυτοκίνητο.

Τότες του λέει ο βοσκός,

-αν βρω ποιο είναι το όνομα σου δέχεσαι να αφήσεις το ζώο και να μην το πάρεις;

-Εντάξει του λέει ο ξένος, σίγουρος πως δεν θα το γνώριζε αφού δεν του το είπε.

-Γιαννής, του λέει

-Μα πως το βρήκες, μάγος είσαι;

-Όχι, αλλά μόνο ένας Γιαννής θα έπαιρνε ένα σκυλί αντί για ρίφι.

ΟΙ ΠΙΤΤΑΚΟΜΕΝΕΣ ΟΡΝΙΘΕΣ

 Ο Φυτής ήταν ένας γραφικός τύπος από την Κάτω Πάφο που με ένα ποδήλατο καθημερινά ανέβαινε στο παζάρι στην Πάνω Πάφο και την άραζε στην ξακουστή ταβέρνα του Σόβου όπου εκεί με φίλους τρωγοπίνοντας περνούσε την ώρα του. Ήταν ένας αγαθός κεβεζές τύπος που ταίριαζε με όλους παντός είδος ανθρώπων.

Στην κάτω Πάφο εκείνη την εποχή υπήρχαν λίγα σπίτια με λιγοστούς κατοίκους. Ήταν χαμηλά χτισμένα με πέτρα και πηλό, με μεγάλες φραχτές περίκλειστες με παπουτσοσυτζιές.

Ο Φυτής στο σπίτι του είχε γουμάδες με όρνιθες αλανιάρες οι οποίες έβοσκαν μέσα στην αυλή, αλλά καμιά φορά πηδούσαν τη φραχτή και έβοσκαν στις αλάνες.

Ο Ευριπίδης ήταν δικολάβος και με ένα rover γυρνούσε όλη την επαρχία για να διεκπεραιώνει τις δουλειές του. Μια μέρα που οδηγούσε στην Κάτω Πάφο περνώντας από το σπίτι του Φυτή, δυο όρνιθες πετάχτηκαν στο δρόμο, δεν πρόλαβε να πατήσει φρένο και τις έκανε πίττα. Ο άνθρωπος τίμιος και ηθικός καθώς ήταν, δεν έπαιξε πελλό να φύγει, αλλά θέλοντας να πληρώσει τη ζημιά κατέβηκε, πήρε τις όρνιθες από τα πόδια και πήγε στο απέναντι σπίτι, χτύπησε την πόρτα και του άνοιξε ο Φυτής.   

-Το σπίτι είναι δικό σου;

-Ναι

-οι όρνιθες στην αυλή είναι δικές σου;

-Ναι

-Αυτές οι όρνιθες είναι δικές σου;

Και του έδειξε τις σκοτωμένες όρνιθες που κρατούσε.

Τις κοίταξε λίγο ο Φυτής, τις περιεργάστηκε, και του απάντησε,

-όχι, εμένα οι όρνιθες μου είναι στρουμπουλές, δεν είναι πιττακομένες.

ΛΟΑΡΚΑΖΕΙΣ ΤΖΙΑΙ ΤΟ ΣΕΡΚΗΝ ΔΙΚΗΓΟΡΟ;

Ο Σέρκης ήταν δικηγόρος στο Κτήμα την εποχή μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Λέγουν οι παλαιότεροι πως έχανε σχεδόν όλες τις δίκες, ως εξ αυτού έμεινε η περιόνυμος φράση «Λοαρκάζεις τζιαι τον Σέρκη δικηγόρο»;

Ένας εκ των υιών του σπούδασε καθηγητής και δίδασκε στο Γμνάσιο της Πάφου. Μια φορά στην τάξη σήκωσε έναν μαθητή να πει το μάθημα. Ήταν ο Χρήστος Φωτιάδης από την Τάλα, ένας κακός μαθητής που ποτέ του δεν διάβαζε. Εκείνη την ημέρα ήξερε το μάθημα, και το είπε φαρσί.

Ο καθηγητής του έκπληκτος, θέλωντας να τον παινέσει του λέει,

-Μπράβο ρε Χρήσο, και μια φορά τα είπες απταίστως, θα σου βάλω 20.

Κολακευμένος και γεμάτος περηφάνια ο καλός μαθητής, με έπαρση και θέλοντας να αντιπαραβάλει τον εαυτό του ως καλό έναντι μοιανού κακού, του απάντησε,

-μα νομίζεις δάσκαλε ότι εν τζι΄ ο Σέρκης δικηγόρος;

Φυσικά δεν ηξερε πως ο καθηγητής ήταν υιός του Σέρκη, ο οποίος κατακόκκινος από θυμό του λέει,

-δεν παίρνεις 20 παίρνεις κούλλουρο.